Ἕναν διάλογο μέ τό πρόσφατο δοκίμιο τοῦ Λάκη Προγκίδη Ὑπό τήν παπαδιαμαντικήν δρῦν ἀνοίγει ἐδῶ ὁ Γιάννης Κιουρτσάκης, πιστεύοντας ὅτι, πέρα ἀπό τίς ὅποιες ἀντιρρήσεις, μᾶς κάνει νά δοῦμε μέ νέο βλέμμα καί τόν Παπαδιαμάντη καί τήν Ἑλλάδα καί τόν σημερινό μας κόσμο.
Δείχνοντας πῶς τό μυθιστόρημα –τέχνη γεννημένη στήν ἀτομοκεντρική Δύση τῶν Νέων Χρόνων– ἀντιπαραθέτει τό μυστήριο τοῦ συγκεκριμένου ἀτόμου στή χρησιμοθηρική ἀφαίρεση ἑνός Ἀνθρώπου ἀφέντη καί καταναλωτῆ τῆς φύσης, ὁ Προγκίδης ἀγγίζει τή ρίζα τῆς ὕβρεως πού ρημάζει σήμερα τόν πλανήτη.
Θεωρώντας, ἐξάλλου, ὅτι τό παπαδιαμαντικό ἔργο μπολιάζει τούτη τήν τέχνη μέ τό παράδειγμα ἑνός μή ἀτομοκεντρικοῦ προσώπου, φωτίζει τόν νεοελληνικό ψυχισμό ὡς ἰδιόμορφο σύμπλεγμα ἑλληνισμοῦ καί χριστιανισμοῦ.
Βλέποντας, τέλος, τήν τέχνη ὡς αὐθυπέρβαση τοῦ ἐγώ καί μήτρα τῆς ἀνθρώπινης δημιουργίας, ὁ κριτικός ξανοίγεται σ’ ἕναν εὐρύτερο στοχασμό γιά τόν πολιτισμό, πού εἶναι συνάμα ἕνα ἀνθρωπολογικό πρόταγμα: «Δημιουργεῖς, ἄρα ὑπάρχω» ἀναφωνεῖ ὁ Προγκίδης, ἀντιτάσσοντας στό καρτεσιανό ἐγωκεντρικό ἀξίωμα «Σκέφτομαι, ἄρα ὑπάρχω» τό συν-ανθρώπινο «ἐγώ-έσύ», ὡς θεμέλιο ἑνός φιλικοῦ ἐμεῖς. Αὐτό τό –οὐτοπικό, ἴσως– πρόταγμα, ἀπαντᾶ ὁ Κιουρτσάκης, εἶναι σήμερα ἡ πιό ἀξιόπιστη πυξίδα γιά νά πορευτοῦμε σ’ ἕναν κόσμο πού βαδίζει στά τυφλά.
Ἕνας διάλογος μέ πολλούς παραλῆπτες, πού ἀξίζει νά ἀνοιχτεῖ σέ πολύ περισσότερους γιατί μᾶς ἀφορᾶ ὅλους.