Ἡ παράδοση δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μιάν πολιτιστική κληρονομιά, ὅπως ἀγαπᾶμε νά τό διακηρύσσουμε στίς μέρες μας· ἀποτελεῖ προπάντων τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι ἀξιοποιοῦν αὐτήν τήν κληρονομιά – τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο λειτουργεῖ, ἐκφράζεται, ἀντιλαμβάνεται τόν ἑαυτό της στό παρόν μιά κοινότητα ἀνθρώπων. Μέ δυό λόγια: ὄχι ἁπλῶς μιά περιουσία –τό ἔχειν αὐτῆς τῆς κοινότητας– ἀλλά μιάν οὐσία – τό ἴδιο της τό εἶναι.
Ἔτσι, ἡ παράδοση εἶναι πρίν ἀπ’ ὅλα ἐκεῖνο πού μᾶς ἐπιτρέπει νά λέμε «ἐμεῖς», ὁ τρόπος μας νά ὑπάρχουμε συλλογικά καί νά ξεχωρίζουμε ἀπό τους ἄλλους, νά δεχόμαστε τά μηνύματά τους καί νά ἀποκρινόμαστε μέ δικά μας μηνύματα. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ παράδοση μᾶς δίνει συγχρόνως κάποιες ὑποδοχές γιά νά προσλάβουμε τό ἄλλο, τό ξένο, τό καινούργιο καί κάποιες ἀντιστάσεις στίς πιέσεις πού ἐτοῦτα ἀσκοῦν πάνω μας.