Τώρα τό ἔχεις καταλάβει: μόνο ἄν κάνεις τή ζωή σου μυθιστόρημα κοιτάζοντας τόν ἄλλον σάν νά ’τανε ὁ ἑαυτός σου καί τόν ἑαυτό σου σάν νά ἦταν ἄλλος, ἀνακαλύπτεις τή σκληρή ἀλήθεια τῆς ζωῆς σου. Ναί, εἶναι παράξενο, μά τώρα πιά τό ξέρεις: μόνο ἄν δεῖς τή ζωή σάν μυθιστόρημα, ἀγγίζεις τόν κρυφό πυρήνα τῆς ζωῆς.
Νά τί ἀποκαλύπτει, ὅσο γράφεται, τοῦτο τό βιβλίο στόν συγγραφέα του. Ἕνα πρωτότυπο βιβλίο, γιατί, ἐνῶ ξεκινάει ὡς αὐτοβιογραφία, μεταμορφώνεται ἐξαρχῆς σέ μυθιστόρημα, καθώς ὁ ἀφηγητής σχηματίζει μέ τόν πρόωρα χαμένο ἀδελφό του ἕνα διπλό μυθικό σῶμα – τό Δίκωλον. Ἔτσι, ἡ ἀφήγηση καταδύεται στή συλλογική μνήμη μιᾶς οἰκογένειας καί μιᾶς χώρας, χτίζοντας τό βιβλίο πάνω σ’ ἕνα θεμελιακό θέμα –το Ἴδιο καί τό Ἄλλο– σέ ἀναρίθμητες παραλλαγές: ζωή καί θάνατος, νεκρός καί ζωντανός, ἐγώ καί ὁ ἄλλος, μέσα καί ἔξω, σπίτι καί πόλη, οἰκογένεια καί κόσμος, ἐδῶ καί ἐκεῖ. παρόν καί παρελθόν, μύθος καί ἱστορία. Ἐμβληματικό παράδειγμα: ἡ Ἑλλάδα καί ἡ Εὐρώπη, ἰδωμένες στήν ἀναγκαία ὅσο καί ἀντιφατική τους σχέση, μέσ’ ἀπό τήν ὁποία ὁ ἀναγνώστης θά ἀναγνωρίσει βασικές ὄψεις τῆς Ἱστορίας τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, ἀλλά καί τόν μύθο τους, ὅπως τόν βιώνουν οἱ ἥρωες. Καί, στό βάθος τῆς εἰκόνας, τά μεγάλα ὑπαρξιακά-ὀντολογικά ἐρωτήματα πού μᾶς βασανίζουν ὅλους – ἥρωες, συγγραφέα καί ἀναγνώστη: Ποιός εἶμαι; Ποιό εἶναι τό σύμπαν μέσα στό ὁποῖο ἀναδύθηκα; Καί πῶς μπορῶ νά μοιραστῶ μέ τόν ἄλλον ἄνθρωπο τό σύμπαν πού κρύβω μέσα μου; Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τό βιβλίο, πού ἀρχίζει μέ τήν τραγική ἀπουσία-παρουσία ἑνός νεκροῦ, τελειώνει μέ τή γέννηση τοῦ ἔρωτα – ἄρα μέ τήν κατάφαση στή ζωή.