Το θαύμα και η τραγωδία

To-21-apo-ton-kosmo-tou-Omirou-cover

Αν το μεγαλύτερο πρόβλημα της μεταεπαναστατικής Ελλάδας ήταν γεωπολιτικό, το βαθύτερο πρόβλημά της ήταν πολιτισμικό ή, πιο σωστά, ανθρωπολογικό. Τούτο φάνηκε απ’ όσα ειπώθηκαν ως τώρα, αφού πολιτική και πολιτισμός είναι συγκοινωνούντα δοχεία.

Από αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαίο ότι η πιο σημαίνουσα διαμάχη για τον δρόμο που θα όφειλε να ακολουθήσει το νεοσύστατο έθνος επικεντρώθηκε, για έναν αιώνα και περισσότερο, στον σκληρό πυρήνα κάθε παράδοσης και κάθε πολιτισμού, που είναι η γλώσσα (ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούν οι αντιμαχόμενοι, οι οποίοι κατατρίβονται συνηθέστερα με τους τύπους παρά με την ουσία).

Πώς να μην κατανοήσουμε τον Κοραή και τους οπαδούς του, αν κάνουμε τη δύσκολη προσπάθεια να κοιτάξουμε το ζήτημα από τη σκοπιά ενός Έλληνα λογίου της Διασποράς, θρεμμένου από τον Διαφωτισμό και την επαναστατική Γαλλία; Βέβαια, η άποψή του (την οποία συμμεριζόταν και ο άλλος «Ευρωπαίος» Έλληνας, ο Καποδίστριας) ότι η Επανάσταση ήταν πρόωρη για την Ελλάδα δεν εισακούστηκε –το κίνημα ήταν έτοιμο από καιρό όχι μόνο στους κύκλους των Φιλικών και των οπλαρχηγών, αλλά και του συλλογικού σώματος· και δεν ήταν πια δυνατό να αναβληθεί. Όπως θα πει αργότερα στον Καποδίστρια ο Μακρυγιάννης, «δεν θα μπούμεν εύκολα πίσου εις του αυγού το τζόφλιο· ότι δεν είμαστε πουλάκι να χωρέσουμεν πίσου, εγίναμε πουλί και δεν χωρούμε». Μήπως ωστόσο ο Κοραής είχε κι εκείνος κάποιο δίκιο; Άραγε για να φτιάξει κράτος αυτός ο λαός δεν χρειαζόταν να μάθει πρώτα γράμματα; Που σημαίνει: να γνωρίσει βαθμιαία την αρχαία του γραμματεία (τη μόνη που άξιζε για κείνον), η γλώσσα της οποίας θα έπρεπε ασφαλώς να απλοποιηθεί για να γίνει κατανοητή από τους πολλούς, προσεγγίζοντας την καθομιλουμένη (να που ο Κοραής αναγνωρίζει τον διαχρονικό χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας). Έτσι μονάχα ο αμαθής λαός θα γινόταν αντάξιος των αρχαίων του προγόνων, όπως –πίστευε ο Κοραής– το δικαιούνταν, και θα γνώριζε τον εαυτό της η Ελλάδα (πάλι η ιδέα ενός διαχρονικού ελληνισμού). Πώς, όμως, θα το κατόρθωνε αυτό μια σκλαβωμένη στην οθωμανική τυραννία χώρα, που είχε αποκοπεί για τέσσερις αιώνες από την κλασική παιδεία της, η οποία είχε αντίθετα μελετηθεί και καλλιεργηθεί στην Ευρώπη, ήδη από τον Μεσαίωνα; Το συμπέρασμα ήταν προφανές: η σύνδεση της νέας Ελλάδας με την αρχαία περνούσε υποχρεωτικά από τη διαμεσολάβηση της Ευρώπης. Στην Ευρώπη δεν είχαν άραγε μάθει ή ξαναμάθει τον πολιτισμό τους όλοι οι εγγράμματοι Έλληνες; Και ποια γλώσσα έγραφαν οι περισσότεροι από αυτούς αν όχι μια μεικτή ελληνική, παραπλήσια με τη «μέση οδό», που συνιστούσε για τη διδασκαλία του έθνους ο Κοραής;

Να λοιπόν που στο θέμα της παιδείας όλα συνέκλιναν και πάλι στην Ευρώπη· ακριβώς όπως και στην έκβαση του Αγώνα. Κι όπως εκεί, έτσι κι εδώ ο «εξευρωπαϊσμός» αποδεικνυόταν συγχρόνως μια αδήριτη ανάγκη και μια επικίνδυνη παγίδα. Γιατί θα γεννούσε έναν βαθύ πολιτισμικό διχασμό που, αν είχε αναμφίβολα τις ρίζες του στο παρελθόν, θα βασάνιζε όλο και περισσότερο το νεογέννητο έθνος.

Ιδωμένη από αυτό το πρίσμα, η ιστορική εμπειρία της νεότερης Ελλάδας μπορεί να θεωρηθεί ως παράδειγμα-μήτρα για όλες τις χώρες της λεγόμενης περιφέρειας που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Παράδειγμα εμβληματικό, γιατί λέει πολλά και για τον αναπότρεπτο δυϊσμό τον οποίο προκαλεί η ανεξαρτησία μιας «καθυστερημένης» (με δυτικά κριτήρια) χώρας και για τον ανελέητο ξεριζωμό παμπάλαιων πολιτισμικών παραδόσεων τον οποίο επέφερε ο γενικός εκδυτικισμός του κόσμου μας. Ας μην ξεχνάμε πως, όταν μιλάμε για τον τόπο μας, μιλάμε και για άλλους τόπους. Μας το διδάσκει η βαθιά σοφία του σολωμικού o altra cosa.

Μόνο που η Ελλάδα ήταν η… Ελλάδα. Και από ετούτη την ταυτολογία ξεκινάει το ιδιότυπο εθνικό μας δράμα. Πασχίζοντας οι ηγετικές τάξεις της χώρας να φανούν στους ξένους –και στα ίδια τους τα μάτια– άξιες απόγονοι των αρχαίων, βάλθηκαν να μιλούν και προπαντός να γράφουν μια γλώσσα όλο και πιο αρχαιοπρεπή, πομπώδη, εξεζητημένη. Και το πιο παράξενο είναι ότι κατόρθωσαν να ενσταλάξουν στα λαϊκά στρώματα την ιδέα ότι αυτή η «εξευγενισμένη» γλώσσα ήταν η σωστή και ότι αυτήν έπρεπε να μιλούν εφεξής όλοι οι Έλληνες. Παράδοξο διπλό: από τη μια, ο «λαός» ζηλεύει και παλεύει να μάθει τη γλώσσα της εξουσίας, έχοντας εσωτερικεύσει την πεποίθηση ότι είναι η «ανώτερη». Από την άλλη, ο ίδιος λαός αισθάνεται διαρκώς ξένος προς τη νέα κρατική εξουσία που, αν και κατ’ όνομα ελληνική, του φαίνεται κάθε τόσο ως μια απλή συνέχεια της οθωμανικής: το τραύμα της βαυαροκρατίας είναι νωπό και θα αναζωπυρώνεται ύστερα από κάθε επέμβαση των «Δυνάμεων». Τώρα ο Άλλος δεν είναι πια ο Τούρκος, αλλά ο Ευρωπαίος. Λες και ξαναγυρίζουμε αιώνες πίσω, όταν ο Ρωμιός της ανατολικής Αυτοκρατορίας έβλεπε τον Άλλον άλλοτε στον Φράγκο και άλλοτε στον Οθωμανό. Είναι άραγε τυχαίο ότι οι Νεοέλληνες λέμε εδώ και δύο αιώνες πως «πάμε στην Ευρώπη», λες και μιλάμε για μιαν άλλη ήπειρο –μια φράση που διασκεδάζει κάθε Δυτικό, όταν δεν του φαίνεται εξωφρενική; Αυτές οι βαθιές αντιφάσεις έχουν αποτυπωθεί κωμικά (αλλά στο βάθος, τραγικά) στις παραστάσεις του παλιού ελληνικού Καραγκιόζη [1], δείχνοντας ανάγλυφα πόσο διφορούμενα ήταν τα δώρα που δέχτηκε η αναγεννημένη Ελλάδα από την Εσπερία.

«Με τη δημιουργία του ελεύθερου κράτους οι νεο-Έλληνες έπαψαν να νιώθουν άνετα με τη φυσική τους γλώσσα· τώρα ήταν οι απόγονοι των Αρχαίων και αυτό έπρεπε να είναι διακριτό απ’ όλους», γράφει ο Αλέξης Πολίτης [2]. Καταλαβαίνουμε αυτό το δράμα; Ας το διατυπώσω διαφορετικά: τώρα οι Έλληνες όφειλαν να αλλάξουν γλώσσα για να φανούν οι αυθεντικοί απόγονοι της γλώσσας τους! Αλλά το κλίμα της εποχής δεν άφηνε τους λόγιους δασκάλους τους να το νιώσουν. Θυμηθείτε τον Σολωμό: «Οι δικοί μας χύνουν το αίμα τους κάτω από τον Σταυρό για να μας κάνουν ελεύθερους και [οι Σοφολογιότατοι] πολεμούν για ανταμοιβή να τους σηκώσουν τη γλώσσα». Είναι αλήθεια πως ούτε ο Κοραής (που καταφρονούσε τα ολοζώντανα ελληνικά του Ερωτόκριτου), ούτε οι καθαρευουσιάνοι ποιητές του ελληνικού βασιλείου είχαν την ευαισθησία ενός Σολωμού ή ενός Γκαίτε για να αισθανθούν την αλήθεια και την ομορφιά της λαϊκής παράδοσης και γλώσσας.

Μάταια ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος αναζητούσε τον «κρύφιον δεσμόν» που συνδύαζε τις διάφορες «φάσεις της εθνικής ιδεολογίας […] εις ενότητα» (1856). Μάταια ο Γ. Χ. Ζαλοκώστας θρηνούσε για τη «διαφθορά» την οποία υφίστατο στις πόλεις η ζωντανή γλώσσα του λαού, «κόρη πρωτότοκος της αρχαίας ελληνικής», ενώ «αγνή και παρθένος διατηρείται όπου ηχεί ο αυλός του ποιμένος…» (1852). Μάταια ακόμα ο Αριστείδης Κυπριανός καλούσε το έθνος «να κυττάξῃ [το πρόσωπό του] εις το κάτοπτρον [της] γλώσσα[ς] του», αφού «αν μας ελλείπει πράγμα είναι τούτο, να γνωρίσωμεν το είναι μας» (1862· υπογραμμίζω).

Κάποιοι υποψιάζονται ότι ο αρχαίος πολιτισμός, τον οποίο θέλουν να αναστήσουν τεχνητά οι «Σοφολογιότατοι», και ο νεότερος, τον οποίο θέλουν να επιβάλουν οι πολιτικοί, «θεμελιούνται επί βάσεων όλως αντιθέτων», όπως γράφει στα 1867 ο Νικόλαος Δραγούμης (υπογραμμίζω), θεωρώντας πάντως δίχως αμφιβολία υπέρτερο τον νεότερο.

Ο κύβος έχει ριφθεί: ο εξευρωπαϊσμός έγινε μονόδρομος, εφόσον, όπως σημειώνει ο Ροΐδης, η Ελλάδα του καιρού του «τα μεν πάτρια ήθη απηρνήθη, του δε διανοητικού βίου των νεωτέρων εθνών εισέτι δεν μετέχει» – πάλι αυτό το εισέτι, που λέει τόσα και τόσα.

«Ελληνισμός χωρίς ευρωπαϊσμό είναι κάτι μισό και άπλερο», θα διακήρυσσε αργότερα ο δημοτικιστής Κωστής Παλαμάς. Και είχε δίκιο.

Αλλά η τραγωδία βρίσκεται αλλού. Η πραγματική ανάγκη που ένιωθαν οι Έλληνες να επικοινωνήσουν με την ευρωπαϊκή παιδεία αλλά και να μάθουν από την Ευρώπη όσα πολύτιμα είχε αυτή να τους διδάξει για τον αρχαίο τους πολιτισμό ερμηνεύεται στο ελλαδικό βασίλειο με τον πιο διαστρεβλωτικό τρόπο: πως αν οι Έλληνες θέλουν να αναστήσουν αυτόν τον πολιτισμό στη χώρα όπου γεννήθηκε, οφείλουν να γίνουν πρώτα Ευρωπαίοι! Αυτό τους έλεγε ο νομομαθής της βαυαρικής αντιβασιλείας Μάουρερ: «Θα αρκούσε οι Έλληνες να μιμηθούν τους Γερμανούς για να ξαναγίνουν αυτό που ήταν άλλοτε». Ή, πιο ωμά, με τα λόγια του αείμνηστου Γιάννη Τσιώμη: «Ο Έλληνας [έπρεπε] πρώτα να γίνει άλλος και να πιστέψει πως αυτός ο άλλος δεν ήταν παρά ο εαυτός του».

Αυτή η παρανοϊκή αντίληψη διαδόθηκε βαθμιαία στον ελληνικό χώρο: εφεξής, αναγέννηση της αρχαιότητας και εξευρωπαϊσμός θεωρήθηκαν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αλλά ήταν έτσι; Σήμερα ξέρουμε πως όχι μόνο το καθένα από τα δύο ζητούμενα ήταν χιμαιρικό και ανέφικτο, αλλά και πως ήταν ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Τι άλλο φανερώνει η αποκαρδίωση των προπάππων μας που, έχοντας ενστερνισθεί το όραμα του Αγώνα, διαπίστωναν την καθημερινή του διάψευση σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα; Η νέα Ελλάδα αποδεικνυόταν ανίκανη και να αναστήσει τον αρχαίο της πολιτισμό και να γίνει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Ετούτη η αντίφαση εξακολουθεί να μας βασανίζει σε απρόβλεπτες εκδοχές: ξαναζωντάνεψε στα 2015 με την πάντα ανεπίλυτη σύγκρουση «εθνοκεντρικών λαϊκιστών» και «φιλοευρωπαίων εκσυγχρονιστών».

Αν όμως ο ελληνικός κόσμος δεν κατόρθωνε τότε να συνειδητοποιήσει καθαρά τα βαθύτερα αίτια του δράματος που ζούσε, πώς θα μπορούσαν να το αισθανθούν οι Ευρωπαίοι πού παρατηρούσαν αφ’ υψηλού την κακομοιριά του ελληνικού κράτους, παρ’ όλα τα φιλότιμα βήματά του προς τα μπρος; Η αρνητική εικόνα για τη χώρα και για τους κατοίκους της αναπαραγόταν συνεχώς: οι Έλληνες ήταν απείθαρχοι, δόλιοι, ψεύτες και ληστές που αψηφούσαν κάθε εξουσία και άρπαζαν ή σκότωναν τους ξένους περιηγητές. Και πώς να μη δικαιώνεται έτσι ο Φαλμεράυερ, που υποστήριζε ότι ο ελληνικός πολιτισμός ήταν θαμμένος μια για πάντα στην Ελλάδα και ότι μόνο η Γερμανία ήταν τώρα ικανή να τον μετενσαρκώσει;

Τέτοιες «ανθελληνικές» θέσεις –καταπώς τις ονομάζουν οι παρ’ ημίν εθνικιστές, αγνοώντας συνήθως το νοητικό και πολιτισμικό υπόβαθρο που τις στηρίζει– έχουν ακόμα πέραση στα χρόνια μας. Όχι μόνο στους κύκλους των «σκληρών» τεχνοκρατών και ηγετών του ευρωπαϊκού Βορρά, που θεώρησαν την Ελλάδα του 2010 μιαν υπανάπτυκτη κοινωνία τεμπέληδων και τους Έλληνες πολιτικούς πλαστογράφους των στατιστικών στοιχείων τους, ανίκανους να εφαρμόσουν τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Αλλά και ανάμεσα σε επιφανείς λογίους με βαθιά ουμανιστική παιδεία. Εύγλωττο παράδειγμα ο Τζώρτζ Στάινερ, που ισχυριζόταν στα τέλη του 20ού αιώνα ότι η νεότερη Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία [3].

Αυτές οι ευρωπαϊκές απόψεις, όπως και οι ενδογενείς ρίζες του νεοελληνικού δράματος, φωτίζονται, θαρρώ, καλά από τον Κώστα Αξελό. Τον Ιούλιο του 1954, δημοσιεύει στο γαλλικό περιοδικό Esprit ένα άρθρο με τίτλο «Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας», όπου φιλοτεχνεί μιαν αδυσώπητη αλλά συχνά δίκαιη προσωπογραφία της κοινωνίας μας. Κείμενο σημαντικό, γιατί ψηλαφεί ένα τραύμα διαχρονικό –το συνοψίζω εντελώς σχηματικά: η νεότερη Ελλάδα δεν κατόρθωσε ούτε να γίνει γνήσια «νεωτερική» ούτε να «παραμείνει πιστή στη δική της ουσία», με άλλα λόγια «να είναι Ελλάδα» [4].

Ποια είναι, ωστόσο, αυτή η «ουσία»; Το πρόβλημα είναι ότι κανείς ως τώρα δεν έχει καταφέρει να την ορίσει ούτε, νομίζω, θα το καταφέρει στο μέλλον ένας άλλος, αφού είναι τόσο ρευστή όσο και η Ιστορία που την μεταπλάθει ακατάπαυστα. Μήπως η Ελλάδα είναι κάτι άλλο –μια αενάως μεταβαλλόμενη συλλογική οντότητα, που άλλοτε θαρρούμε ότι την αγγίζουμε και άλλοτε μας ξεφεύγει; Κι αν όντως κρύβεται εδώ κάποιος διιστορικός πυρήνας, είναι άραγε θεμιτό να τον ερμηνεύσουμε με τα μέτρα της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας, η οποία, σύμφωνα με τον Αξελό, «τρέφεται από τη θέληση για δύναμη και ρίχνεται στην κατάκτηση του κόσμου», εφόσον «νεωτερικός σημαίνει ισχυρός, συνειδητός, οργανωτικός και τεχνικός» [5];

Στο κάτω κάτω, πόσο αρμόδια ήταν η νεωτερική Ευρώπη να «διδάξει» την Ελλάδα στους… Έλληνες, όπως αυτοί οι ίδιοι επέμεναν μάταια να της ζητούν;

⸙⸙⸙

Σημειώσεις

  1. Παραπέμπω σε δύο παλαιότερα κείμενά μου: «Η κοινωνική και πολιτική σάτιρα του Καραγκιόζη» (1976) και «Η καθαρεύουσα στον Καραγκιόζη. “Λόγιες” διαστρεβλώσεις και λαϊκές αντιστάσεις» (1983), που αναδημοσιεύονται στο βιβλίο Ένα αστόπαιδο στο σχολειό του Καραγκιόζη, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019, σ. 21-33 και 40-73.
  2. Αλέξης Πολίτης, Η ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος (1830-1880), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2017, σ. 52.
  3. Σε συνέντευξή του στην τηλεοπτική σειρά L’héritage de la chouette [Η κληρονομιά της γλαυκός] του Chris Marker, 1989, La S.E.P.T., arte Editions 2018.
  4. Kostas Axelos, «Le destin de la Grèce moderne», Esprit, Ἰούλιος 1954. Παραπέμπω στην ελληνική μετάφραση της Κατερίνας Δασκαλάκη: Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2010, σ. 43.
  5. Στο ίδιο, σ. 16-17.

[Προδημοσίευση από το βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο Το θαύμα και η τραγωδία. Το Εικοσιένα από τον κόσμο του Ομήρου στην παγκόσμια επαρχία που θα κυκλοφορήσει το αμέσως επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Πατάκη.]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *