Για το Όλα κρέμονται από μια κλωστή του Γιάννη Κιουρτσάκη – Διονύσιος Σκλήρης

Filopoulou_028

Για το Όλα κρέμονται από μια κλωστή του Γιάννη Κιουρτσάκη
Εσαεί ατελείωτο ψηφιδωτό, Πατάκης, Αθήνα 2021.

Όπως στα παλαιότερα βιβλία και στα μυθιστορήματά του έχει ασχοληθεί με το «δίκωλον», δηλαδή με τις διπλές μορφές σε λαϊκές παραδόσεις στον Πόντο και αλλού, όπου ο ήρωας κουβαλά τον νεκρό αδελφό του, συμβολίζοντας τη συνύπαρξη του θανάτου με τη ζωή, του χειμώνα με την άνοιξη, του παρελθόντος με το παρόν σε μια «αειθαλή, γόνιμη εσαεί αδελφότητα» (σ. 155), έτσι και σε αυτό το δοκιμιακό έργο ο Γιάννης Κιουρτσάκης εντρυφά στη διττότητα της Ελλάδας, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, λαϊκότητας και αστισμού, παράδοσης και εκσυγχρονισμού. Μόνο που σε αυτό το έργο ο διάλογος δεν γίνεται μόνο με τους νεκρούς και το παρελθόν που μιλάνε μέσα από εμάς· γίνεται και με έναν αναγνώστη που έρχεται από το μέλλον και καλείται να ολοκληρώσει το έργο του συγγραφέα, με τον τελευταίο να γράφει ένα «εσαεί ατελείωτο ψηφιδωτό» σαν μία μποτίλια με γράμμα στον ωκεανό.

Το δίκωλον το σχηματίζει πλέον ο συγγραφέας με τον αναγνώστη ως μια ολοκλήρωση ενός λογοτεχνικού εμείς που ακολουθεί το αρχικό δίκωλον του συγγραφέα με τον νεκρό αδελφό. Και κατά μία έννοια δεν είναι σαφές αν ο αναγνώστης είναι η προέκταση του συγγραφέα, ή αν ο συγγραφέας είναι το αιτιατό του αναγνώστη βάσει μιας τελικής αιτιότητας που εκκινείται από το μέλλον, καθώς αυτό που είμαστε το ολοκληρώνει αλλά και τρόπον τινά το προκαλεί μόνο ο άλλος (σ. 260). Στην εποχή μας άλλωστε τα πράγματα έχουν αντιστραφεί: «Άλλοτε οι γονείς μάθαιναν στα παιδιά τους το αλφαβητάρι της ζωής. Σήμερα άμαθα παιδιά μαθαίνουν στους γονείς τους να χειρίζονται τον υπολογιστή» (σ. 20).

Η διαλεκτική παρελθόντος και μέλλοντος παίζει σε αυτό το βιβλίο μεγαλύτερο ρόλο από τη διαλεκτική Ανατολής και Δύσης, καθώς όλος ο κόσμος βρίσκεται εξαρτημένος από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις του ψηφιακού πολιτισμού που έχουν καταστήσει τον πλανήτη μία παγκόσμια περιφέρεια χωρίς κέντρο. Ο Γιάννης Κιουρτσάκης αναζητεί, συχνά ως ουτοπία, μία γνήσια οικουμενικότητα, η οποία βρίσκεται στους αντίποδες της παγκόσμιας επαρχίας της ψηφιακής παγκοσμιοποίησης, πλην καταδύεται και στο πνεύμα της εποχής ως σωκρατικός παρατηρητής του «ἐξεταζομένου βίου». Οικουμένη αντί για παγκόσμια επαρχία θα πει «να αναστηθεί από τον ναρκωμένο καταναλωτή ο άγρυπνος πολίτης· από τον μαζοποιημένο τουρίστα ο μοναχικός, ανήσυχος ταξιδιώτης· και από τον νεοεπαρχιώτη που παριστάνει τον κοσμοπολίτη ο ιδεατός οικουμενικός άνθρωπος ενός μέλλοντος που δείχνει σήμερα θολό και ανταριασμένο» (σ. 133).

Ο Κιουρτσάκης εντοπίζει ως χαρακτηριστικά του κόσμου μας το ζάπινγκ και το σέρφινγκ, την αδυναμία συγκέντρωσης, το σπάσιμο της διάκρισης ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό ή ακόμη και ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, καθώς όλα καθίστανται μία διαρκής αυτοσκηνοθεσία. Σε αυτό το πλαίσιο, για να θυμηθούμε και τη διάκριση του T.S. Eliot, μπορεί να κερδίζουμε έναν καταιγισμό πληροφορίας, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι αποκτούμε βαθύτερη γνώση ή σοφία. Στην οικονομία έχουμε μετατραπεί σε ακούσιους χαρτοπαίχτες ενός αθέατου καζίνου του καπιταλισμού της κυβείας. Βεβαίως, εμβληματικό χαρακτηριστικό του Γιάννη Κιουρτσάκη είναι μία αρκετά σπάνια ταυτόχρονη ανάληψη του φιλελευθερισμού και της λαϊκότητας, ίσως στα ίχνη του Γιώργου Θεοτοκά και όλης της γενιάς του ’30 με κύριο εκπρόσωπο τον Γιώργο Σεφέρη. Ο Κιουρτσάκης χαιρετίζει την επικράτηση του κοινωνικού φιλελευθερισμού και το γεγονός ότι οι κοινωνίες μας γίνονται πιο συμπεριληπτικές, σπάζοντας αποκλεισμούς και προκαταλήψεις. Ταυτοχρόνως όμως βλέπει, λόγω κυρίως του οικολογικού προβλήματος, μια φορά ύβρεως στον πολιτισμό μας, στην οποία μετέχουμε πάντως όλοι, εξ ου και η κριτική της Δύσης είναι πλέον οπωσδήποτε μια μορφή αυτοκριτικής, καθώς η κοινωνικοπεριβαλλοντική κρίση είναι στο βάθος ανθρωπολογική. Οπωσδήποτε η εποχή μας προσφέρει πλήθος αφορμών για συλλογική μετάνοια λόγω του διαρκώς αμφίσημου χαρακτήρα της κάθε λεπτομέρειας της ζωής μας: λ.χ. η πυρηνική ενέργεια θεωρείται ως πιο καθαρή και ως ανασχετική για την υπερθέρμανση του πλανήτη, την ίδια στιγμή που μας οδηγεί σε τραγικές καταστροφές, όπως στη Φουκουσίμα. Άλλο παράδειγμα: στη διαμάχη ανάμεσα στον Emmanuel Macron και τα κίτρινα γιλέκα η κάθε πλευρά έχει τη δική της αλήθεια, καθώς ο μεν Γάλλος Πρόεδρος προσπάθησε να ακολουθήσει μια οικολογική φορολογική πολιτική στα καύσιμα, οι δε διαδηλωτές τόνισαν τον ταξικό της χαρακτήρα.

Στην εποχή μας η λατρεία της ετερότητας ως σημαίνοντος συνυπάρχει μάλλον όχι τυχαία με τη μεγαλύτερη ομογενοποίηση στην ιστορία της ανθρωπότητας, η οποία τελικά εξοβελίζει τη ριζική ετερότητα τουλάχιστον έως ότου αυτή επιστρέψει ως απωθημένο υπό τη μορφή τυφλής τρομοκρατικής βίας. Ο ουνιβερσαλισμός του Διαφωτισμού μπορεί να έχει φέρει μια παγκόσμια διάδοση του φιλελευθερισμού, έχει όμως οδηγήσει και σε μια αδυναμία των πολιτισμών να έχουν γόνιμες ωσμώσεις μεταξύ τους. Για τον Κιουρτσάκη η μαζοδημοκρατία αποτελεί αντίφαση, καθώς η δημοκρατία έχει εξ ορισμού ανάγκη από υπεύθυνους πολίτες και η μαζοποίηση οδηγεί εντέλει σε ολιγαρχία που είναι δημοκρατική μόνο κατ’ όνομα.

Ο συγγραφέας προσπαθεί να διαφύγει απ’ αυτόν τον παγκόσμιο επαρχιωτισμό της πλανητικής περιφέρειας χωρίς κέντρο με το να ξαναγίνει «αρχαϊκός» κατά τον Giorgio Agamben, επανευρίσκοντας μια Ελλάδα όχι εθνικιστική, αλλά της γλώσσας και του τοπίου. Περιπλανιέται ως flâneur στα Εξάρχεια ως πιστή εικόνα μιας Αθήνας που ρημάζει και στο Θησείο με τα ερειπωμένα νεοκλασικά δίπλα στις αρχαιότητες. Στον κοινό ελληνικό πολιτισμό ο Κιουρτσάκης αναζητεί και τον Θεό ως μια παρουσία που συνθέτει υπερβατικότητα και εμμένεια, με τον απλό τρόπο ενός χωρικού που τρώει το ψωμί του λέγοντας «έχει ο Θεός». Στον αναστοχασμό των δύο αιώνων από το 1821 ο Κιουρτσάκης βρίσκει την ανάσταση του Χριστού στην ανάσταση του Γένους. Αλλά και στη μετουσίωση της συμπόνιας και του παραξενίσματος σε συγκατάβαση και αγάπη.

Δημιουργία σημαίνει να μην αφήσεις τους νεκρούς να σωπάσουν μέσα σου. Είναι μια ανάσταση και μια παρουσία της μιλιάς των άλλων, ως μούσα, θεότητα, ασυνείδητο, φωνές αγαπημένων νεκρών και παλιών δασκάλων, μια παρουσία του νεκρού και του αγέννητου μέσα στο ζωντανό, του παρελθόντος και του μέλλοντος μέσα στο παρόν, του άλλου μέσα στον εαυτό, του εσύ και του εμείς μέσα στο εγώ, του ανεπανάληπτου μέσα στο καθημερινό, του ιερού μέσα στο ανίερο, του Θεού μέσα στον άνθρωπο (σ. 287). Ο Γιάννης Κιουρτσάκης κατακλείει το βιβλίο με μια Ανάσταση το 2020 στην Αθήνα της πανδημίας που ήταν και πάλι λειτουργία, δηλαδή έργο του λαού, παραδόξως μέσα στην αποκορύφωση της μοναξιάς, καθώς το άγιο φως μεταδιδόταν από μπαλκόνι σε μπαλκόνι στις πολυκατοικίες. Σε αυτό το πρόσφατο βίωμα βρίσκει και ένα νόημα φωτός που προκύπτει από το σκοτάδι, όπως η Ανάσταση από τη Σταύρωση και μια δυνατότητα του λαού να λειτουργήσει ως ένα οικουμενικό εμείς τη στιγμή του έσχατου απορφανισμού.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *