Μια περιδιάβαση στο σύνολο του έργου του με αφορμή την παρουσίαση του πρόσφατου βιβλίου του Το θαύμα και η τραγωδία: Το Εικοσιένα από τον κόσμο του Ομήρου στην παγκόσμια επαρχία, Πατάκης, 2020, στα Χανιά, στον Αίθριο Χώρο του Θεάτρου Κυδωνία, στις 12. 7. 2021.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Γιάννης Κιουρτσάκης γεννήθηκε το 1941 στην Αθήνα. Έχει καταγωγή από τα Χανιά από την μεριά του πατέρα του. Ο παππούς του Χαρίδημος ήταν ελληνοδιδάσκαλος και ψάλτης στην Παναγία Τριμάρτυρη, τον καθεδρικό ναό της πόλης των Χανίων. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Το 1986 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το έργο του Καρναβάλι και Καραγκιόζης. Το 1996 με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» για το αυτοβιογραφικό του πεζογράφημα Σαν μυθιστόρημα, πρώτο μέρος της τριλογίας του με τον γενικό τίτλο “Το ίδιο και το άλλο”. Το 2010 απέσπασε Βραβείο Δοκιμίου από το περιοδικό “Διαβάζω” με το βιβλίο του Ένας χωρικός στη Νέα Υόρκη.
Το πλούσιο έργο του – Γράφοντας το ίδιο με διαφορετικό τρόπο
Το έργο του πλούσιο, ερευνητικό, δοκιμιακό και λογοτεχνικό, αριθμεί μέχρι σήμερα 15 βιβλία, πέρα από τις συμμετοχές σε συλλογικά έργα και τις μεταφράσεις, όμως όλα μαζί μπορούν να ιδωθούν ως ένα ενιαίο, πολυδιάστατο βιβλίο σε εξέλιξη, που γράφεται διαρκώς από την αρχή, ενσωματώνοντας νέα στοιχεία, επαναδιατυπώνοντας προβληματισμούς, αποδομώντας τα παλιά υλικά και ανασυνθέτοντάς τα σε μια νέα μορφή, συνεχίζοντας τον ίδιο δρόμο με διαφορετικό τρόπο, ερευνώντας με τις αισθήσεις και με τη νόηση τις περιπέτειες του βίου και του κόσμου.
Το ασκητικό ιδανικό: από τον καταναγκασμό της κοινωνίας στην στοχαστική απομόνωση
Ο Γιάννης Κιουρτσάκης έχει αφιερώσει με πάθος και αυταπάρνηση όλη του τη ζωή στη μελέτη και τη συγγραφή. Ποια όμως είναι η ζωή ενός παθιασμένου ερευνητή και συγγραφέα; Είναι το είδος του βίου που διαπνέεται από το «ασκητικό ιδανικό», όπως το όρισε ο Νίτσε, τον αναχωρητισμό, θα λέγαμε σήμερα, και προϋποθέτει έναν συνεχή αγώνα για τη διασφάλιση «περισσότερο ευνοϊκών όρων για μια υψηλότερη πνευματικότητα»; Και πώς κερδίζεται αυτή η «ελευθερία από κάθε καταναγκασμό, ενόχληση, θόρυβο, υποθέσεις, καθήκοντα, φροντίδες;»[1] Ο Νίτσε μας λέει πως το τίμημα αυτής της ελευθερίας είναι ο υποβιβασμός της ζωής σε στοχαστική απομόνωση, σε αβάστακτη μοναξιά, στέρηση των συγκινήσεων και των χαρών του αληθινού βιώματος, αυστηρή εγκράτεια, μια έρημος όπου αποσύρεται ένα δυνατό πνεύμα για να αναλωθεί στον σολιψιστικό του μονόλογο.
Το πέρασμα από το προσωπικό στο συλλογικό υποκείμενο
Όμως, ο “ασκητισμός” δεν είναι καθόλου το ιδανικό του Κιουρτσάκη. Ο συγγραφέας μας αναγνωρίζει πως αν και από πολύ νωρίς παρέμεινε στο περιθώριο της ενεργού κοινωνικής ζωής, αν και ήταν αποκομμένος από κάθε συλλογική δράση, και είχε «τη γεύση της εξορίας μέσα στο στόμα»[2] όπου και να πήγαινε, ωστόσο κάθε του σκέψη, στοχασμός, αναζήτηση καθοδηγούνταν από τη λαχτάρα του να συναντήσει το συλλογικό, να συναντήσει αυτό το Εμείς που όλο μας ξεφεύγει· να ανακαλύψει τον κόσμο ψάχνοντας τον Άλλο μέσα στον εσώτερο εαυτό του, να αναζητήσει μέσα στο Ίδιο όλες τις κρυμμένες μορφές της ετερότητας, μέσα στο Εγώ το Εμείς, που περικλείει εντός του τις ποικίλες όψεις του κόσμου. Και αν ο προορισμός του ήταν η συγγραφή, αν «το γράψιμο είχε γίνει η βαθύτερη, αληθινή ζωή του», αν αυτή ήταν «η μόνη πράξη που είχε νόημα»[3], αυτό κατέστη δυνατό ακριβώς μέσω της ιδιότυπης σχέσης που εγκαθίδρυσε ανάμεσα στον εαυτό και τον κόσμο, που είχε θρέψει τις ιδέες του, ενσωματώνοντας μια πολυφωνική συλλογικότητα στη δική του φωνή. Με αυτή του στάση κατάφερε να περάσει από το προσωπικό υποκείμενο (το Εγώ) σε ένα απρόσωπο και συλλογικό υποκείμενο (το Εμείς), δικαιώνοντας τον βιωμένο από εμάς κόσμο ως την αληθινή ζωή.
Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο “Ίδιο” και το “Άλλο”
Η διαλεκτική αυτή σχέση ανάμεσα στο Εγώ και το Εμείς, “το Ίδιο και το Άλλο”, που τείνει να άρει την αντιπαλότητά τους σε μία ενότητα που τα περιέχει, υποδηλώνεται άλλωστε στον εμβληματικό τίτλο της μυθιστορηματικής τριλογίας του, εντάσσοντας το εγχείρημά του στο ζωντανό εργαστήρι της ευρωπαϊκής σκέψης και του φιλοσοφικού λόγου όπου αυτοί οι όροι έχουν ιδεογραφηθεί, συσχετισθεί και αναλυθεί ποικιλοτρόπως τους τρεις τελευταίους αιώνες (ως σχέση Υποκειμένου και Αντικειμένου, Σκέψης και Είναι, Συνείδησης και Ιστορίας, Θεωρίας και Πράξης, Συνείδησης και Ασυνείδητης Επιθυμίας, Λόγου και Εξουσίας, Ταυτότητας και Διαφοράς κλπ.).
Λογοτεχνικός και δοκιμιακός λόγος
Στη δουλειά του Κιουρτσάκη θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο κατευθύνσεις, δύο διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης και επεξεργασίας του αντικειμένου του, δύο μεθοδολογικές γραμμές, που χωρίζουν το έργο του σε δύο κατηγορίες: Στην πρώτη θα κατατάσσαμε το λογοτεχνικό του έργο, στη δεύτερη το δοκιμιακό. Όμως η διάκριση είναι μάλλον τεχνική: Το λογοτεχνικό του έργο είναι βαθιά στοχαστικό, ενώ το δοκιμιακό ακολουθεί τους τρόπους της λογοτεχνίας.
Η μυθιστορηματική τριλογία «Το ίδιο και το άλλο»
Στην πρώτη κατηγορία, θα τοποθετούσαμε τη μυθιστορηματική του τριλογία υπό τον δεσπόζοντα τίτλο «Το ίδιο και το άλλο», ένα επιβλητικό τρίπτυχο 1500 σελίδων, όπου αφηγείται τη μεταμόρφωση μιας ζωής, της δικής του ζωής, σε λογοτεχνικό έργο. Ο πρώτος τόμος ονομάζεται Σαν μυθιστόρημα και κυκλοφόρησε το 1995, ο δεύτερος Εμείς οι άλλοι, το 2000 και ο τρίτος Το βιβλίο του έργου και του χρόνου, το 2007. Πρόκειται για ένα έργο που εξιστορεί την περιπέτεια της οικογένειάς του και ταυτόχρονα εκφράζει σκέψεις και στοχασμούς πάνω σε σημαντικά θέματα του ατομικού και συλλογικού βίου, εντασσόμενο στην μακραίωνη παράδοση της αυτοβιογραφίας, η οποία ως διακριτό λογοτεχνικό είδος, καλλιεργήθηκε συστηματικά σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στην χώρα μας, είδος που εγκαινίασε ο Άγιος Αυγουστίνος τον 4ο μ.Χ. αιώνα με τις Εξομολογήσεις του, ανέδειξε ο Ζαν Ζακ Ρουσώ με το ομότιτλο δίτομο έργο του τον 18ο αιώνα, για να φτάσουμε σε πιο σύγχρονα έργα, όπως η Αυτοβιογραφία του Τόμας Μπέρχαρτ, Ο κόσμος του χθες – Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου του Στέφαν Τσβάιχ, ή Το μέλλον διαρκεί πολύ του Λουί Αλτουσέρ.
Στην παράδοση της αυτοβιογραφικής αφήγησης – Μύθος και ιστορία
Ανανεώνοντας την παράδοση της αυτοβιογραφικής αφήγησης, που ήταν ανέκαθεν ο προνομιακός τόπος συνάντησης ετερόκλιτων τύπων λόγου, η Τριλογία του Κιουρτσάκη είναι πλούσια σε γόνιμους συνδυασμούς διαφορετικών ειδών: είναι εξομολόγηση, έκφραση του εσωτερικού κόσμου, αναζήτηση της αλήθειας του εαυτού και ταυτόχρονα περιπλάνηση στα δαιδαλώδη μονοπάτια του κόσμου, εσωτερικός μονόλογος και αγωνιώδης διάλογος, πνευματική αλλά και ιστορική αφήγηση του εαυτού, καταγραφή της επίπονης πορείας ενηλικίωσης και λυρική ανάπλασή της, αναστοχασμός του εσωτερικού και του κοινωνικού βίου. Με την εκλεκτική πολυφωνία της, την αφήγηση και στα τρία πρόσωπα, είναι σαν μυθιστόρημα, ιστορία μαζί και μύθος, μυθοπλασία του βίου και παραγωγή νέας ζωής και νοήματος· η μπαλάντα μιας ύπαρξης παιγμένης στο ευαίσθητο όργανο του μυθιστορήματος· ένας καμβάς όπου μύθος και ιστορία συνυφαίνονται, συνδιαλέγονται μέσα στην αντινομία τους, καθώς ο μύθος επιμένει να αγνοεί την ιστορία, χαρίζοντάς της ωστόσο μια στιγμή αυθεντικής ύπαρξης, μια λάμψη αιωνιότητας πέρα από την διαρκή αλλαγή και φθορά, και αυτή η στιγμή, μας λέει ο Κιουρτσάκης, «δεν είναι άλλη από τούτη τη στιγμή όπου γράφεις ή διαβάζεις την ιστορία σου και γίνεσαι μονομιάς το μικρό παιδί που υπήρξες ή το μικρό παιδί που υπήρξε ο πατέρας σου – και ο χρόνος δεν υπάρχει πια. Μ’ αυτόν τον τρόπο βλασταίνει μέσα σου ο μύθος: καταργώντας τον χρόνο μέσα στον χρόνο, έτσι που συμπυκνώνει και προβάλλει όλο το παρελθόν (και ίσως όλο το μέλλον) στο παρόν της αφήγησης ή της ακρόασης, της γραφής ή της ανάγνωσης».[4]
Το θέμα της Τριλογίας: ο εαυτός, ένας άλλος
Στην Τριλογία ζωντανεύει η παιδική ηλικία, η ρομαντική εφηβεία, το βίαιο πέρασμα στην ωριμότητα με την αυτοχειρία του μεγαλύτερου αδελφού του, οι σπουδές, η στρατιωτική θητεία, η Ελλάδα της δικτατορίας, το Παρίσι των εξόριστων και της εξέγερσης του Μάη του ’68, η Ελλάδα της μεταπολίτευσης, η προβληματική της σχέση με τη Δύση. Εδώ, η μοναχική υπαρξιακή αναζήτηση διασταυρώνεται με την ελληνική ιστορία της 25ετίας 1960-85, το εγώ συμπλέκεται με το εμείς, και η κατανόηση του εαυτού και του κόσμου αλλησυμπληρώνονται. Αυτό μήπως δεν είναι το νόημα της αυτοβιογραφίας, να κατανοήσεις τον κόσμο μέσα από τη ζωή σου; Πώς όμως αυτό καθίσταται δυνατό; Μόνο αν την κάνεις μυθιστόρημα, αν ανιστορήσεις όλα όσα έζησες και επιχειρήσεις «να τα δεις από νέες οπτικές γωνίες –κοιτάζοντας τον άλλο σαν να ήτανε ο εαυτός σου και τον εαυτό σου σαν να ήταν άλλος, κοιτάζοντας το παρελθόν σου σαν να ήτανε παρόν και το παρόν σου σαν να ήταν ακόμα για σένα μέλλον– […]: μόνο αν δεις τη ζωή σαν μυθιστόρημα, αγγίζεις τον κρυφό πυρήνα της ζωής»[5].
Το δοκιμιακό του έργο και ο θεμελιακός διχασμός στην ψυχή του Νεοέλληνα
Στη δεύτερη κατηγορία, θα συγκαταλέγαμε μελέτες για τον Σεφέρη, τον Παπαδιαμάντη, την ελληνική λαϊκή παράδοση, τον Καραγκιόζη, την έννοια της ελληνικότητας, την αντιφατική σχέση που μας συνδέει με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, τον θεμελιακό διχασμό που ενυπάρχει στην ψυχή κάθε Νεοέλληνα, και συνοψίζεται στο δίπολο Ανατολή – Δύση, διχασμός που ξεκινάει από πολύ παλιά, πριν από το 1821 και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, τις μορφές που έχει αυτός πάρει ιστορικά, την ευθύνη που φέρει για την σημερινή κρίση. Εδώ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως εργαλείο τον δοκιμιακό λόγο, ο οποίος είναι σαγηνευτικός, έντεχνος, λογοτεχνικός, και βαθύτατα επικοινωνιακός, καθώς μεταμορφώνει τη συνεχή διερώτηση σε ζωντανό διάλογο, πάνω σε μία φανταστική θεατρική σκηνή, όπου ο αφηγητής συνομιλεί με ένα σωρό άλλα πρόσωπα, επιχειρηματολογώντας και καταρρίπτοντας αντιρρήσεις, επαναδιατυπώνοντας απόψεις, αναθεωρώντας και επανακάμπτοντας, και διατυπώνοντας εντέλει έναν λόγο ο οποίος είναι ανθρώπινος, άμεσος, τρυφερός και κατευναστικός.
Μελέτες για τον λαϊκό πολιτισμό – Το παράδειγμα του Καραγκιόζη: το αντιφατικό πρόσωπο της νεοελληνικής κοινωνίας
Τα περισσότερα από τα δοκίμιά του είναι μελέτες για τον λαϊκό πολιτισμό, σημαντικό μέρος του οποίου είναι ο ελληνικός Καραγκιόζης, όπως Προφορική παράδοση και ομαδική δημιουργία: Το παράδειγμα του Καραγκιόζη (1983), Καρναβάλι και Καραγκιόζης – Οι ρίζες και οι μεταμορφώσεις του λαϊκού γέλιου (1986), Το πρόβλημα της παράδοσης (1989), Η τρελή σοφία ή τα ανίερα ιερά (2003), Ένα αστόπαιδο στο σχολείο του Καραγκιόζη – Οι δρόμοι της δημιουργίας (2019). Μελετώντας σε τόσα έργα του το παράδειγμα του Καραγκιόζη, ο Κιουρτσάκης προσπάθησε να φωτίσει την καλλιτεχνική διαδικασία, να ερευνήσει τα θεμέλια της λαϊκής δημιουργικότητας και τις συνθήκες παραγωγής ενός ομαδικού έργου, που έχει προφορικό χαρακτήρα, καθώς ριζώνει στην παράδοση, και συλλογικό χαρακτήρα όσον αφορά την αναδημιουργία του. Πίσω από το θέατρο σκιών κρύβεται ο συλλογικός δημιουργός και πίσω από τη μορφή του Καραγκιόζη και της παράγκας του το πρόσωπο της νεοελληνικής κοινωνίας με τις αδυναμίες της, αλλά και την ικανότητά της να επιβιώνει σε πείσμα όλων των αντίξοων συνθηκών.
Λαϊκός πολιτισμός και δημιουργικότητα: από τις παραδοσιακές στις μελλοντικές κοινότητες των ανθρώπων
Το ενδιαφέρον του για τον Καραγκιόζη ξεκίνησε από τα χρόνια της Χούντας, καθώς αναρωτιόταν τι θα ήταν ικανό να στηρίξει την εθνική μας ύπαρξη που είχε βουλιάξει τόσο οικτρά στον βούρκο με τη Δικτατορία, και κατέληξε στο συμπέρασμα πως το θεμέλιο της συλλογικής μας ύπαρξης δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από τον λαϊκό πολιτισμό του τόπου μας, που σήμερα δεν δημιουργεί πλέον στιβαρά ομαδικά έργα, όπως ένα δημοτικό τραγούδι, όμως ζωντανεύει αδιάκοπα στην καθημερινή μας ζωή, στις γιορτές και τις τελετές μας, στη γλώσσα που μιλάμε. Αυτό λοιπόν το Εμείς που δεν έπαψε να το αναζητά σε κάθε του έργο, δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σε κάποιον αφηρημένο “λαό”, αλλά σε ανθρώπινες ομάδες, όπως η μικρή κοινότητα, η σύναξη της αγοράς, της γειτονιάς, η παρέα της ταβέρνας και του καφενείου, όπου οι άνθρωποι μαθαίνουν να συνυπάρχουν, να σκέφτονται, να δημιουργούν μαζί σαν ένα σφικτοδεμένο σύνολο, όπου αισθάνονται, χορεύουν, θρηνούν ή τραγουδούν παρέα. Ωστόσο, προχωρώντας στις έρευνές του, διαπίστωσε πως η δημιουργική διαδικασία, ο τρόπος ύπαρξης κάθε παραδοσιακής ομάδας που δημιουργεί μόνη της τη γλώσσα της, τα έργα της και τον εαυτό της, δεν είναι μόνο εθνικό ή τοπικό στοιχείο αλλά πανανθρώπινο, «ένα είδος πρωταρχικού κυττάρου που επέτρεπε σε κάθε ανθρώπινη ομάδα να διαμορφώσει τον δικό της κόσμο»[6]. «Αυτό που πάσχιζε να φανερώσει γράφοντας για τον Καραγκιόζη ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ η μήτρα κάθε ανθρώπινης κοινότητας, κάθε πολιτισμού. Όχι ένα συγκεκριμένο εμείς, αλλά το πρωταρχικό κύτταρο από το οποίο αναδύεται το κάθε εμείς κι ο τρόπος με τον οποίο αυτό δημιουργείται: μια πανανθρώπινη, στο βάθος, διαδικασία»[7]. Θα ήταν λοιπόν ουτοπικό να ελπίζουμε, αναρωτιόταν ο συγγραφέας μας, πως αυτή η αυθεντική ζωή, που αποτελεί τον πυρήνα της συλλογικής μας ύπαρξης, την ουσία της ελληνικότητάς μας, και έχει φανερωθεί στα έργα της λαϊκής μας παράδοσης, θα μπορούσε να εμφανιστεί ξανά με μια νέα μορφή στο μέλλον; Θα μπορούσαν άραγε οι κοινότητες των ανθρώπων να πλάσουν με καινούργια υλικά και τρόπους της εποχής μας έναν νέο κόσμο, βαθιά ανθρώπινο;
Προς ένα νέο οικουμενικό χωριό: από το χάος στην αρμονική συνύπαρξη
Ο Κιουρτσάκης διερευνά και στα άλλα βιβλία του τις σχέσεις του εγώ με τους άλλους και τη δυνατότητα διαμόρφωσης μιας συλλογικής ταυτότητας. Το έργο του Ένας χωρικός στη Νέα Υόρκη (2009) είναι ένα ταξιδιωτικό πολιτικό δοκίμιο όπου “ο χωρικός”, ο μονήρης και βαλτωμένος άνθρωπος της παλιάς γερασμένης ηπείρου, περιπλανιέται στον μεταβαλλόμενο κόσμο της μετανεωτερικότητας αντικρίζοντας έκθαμβος τα χίλια διαφορετικά και αντιφατικά πρόσωπα της λαμπερής μητρόπολης, την πολυχρωμία των φυλών και των εθνών, το μπέρδεμα των γλωσσών. Το ερώτημα που στοιχειώνει την περιπλάνησή του είναι το εξής: αυτό το «άναρχο πλανητικό χωριό» που είναι η Νέα Υόρκη, «το αεικίνητο εργαστήρι της ανθρώπινης μετάλλαξης»[8] που δημιούργησε τον νέο άνθρωπο της σύγχρονης περιπέτειας και έπλασε όλον τον κόσμο κατ’ εικόνα της, αυτό το αχανές ομογενοποιημένο χωριό θα μπορούσε να αποτελέσει το πρόπλασμα ενός νέου, μελλοντικού οικουμενικού χωριού, ενός ιδανικού τόπου αρμονικής συνύπαρξης και κοινής ζωής κάθε λογής ανθρώπων;
Ατομικισμός και δημοκρατία – Το ζητούμενο της ανθρωπιάς
Στο επόμενο έργο του Το ζητούμενο του ανθρώπου (2011), μπορούμε να παρακολουθήσουμε την πορεία της μεταπολιτευτικής μας κοινωνίας, μέσα στην οποία μεγαλώσαμε, από τα χρόνια της ευμάρειας μέχρι τα χρόνια της κρίσης, τα σημάδια της οποίας ο συγγραφέας μας τα αντιλαμβάνεται πολύ νωρίς, όταν η επίπλαστη ευτυχία ήταν ακόμα στο απόγειό της, αναζητά όμως τις ρίζες της κρίσης πέρα από τα εθνικά σύνορα, στον άκρατο ατομικισμό, τον καταναλωτισμό και τη μηχανοποίηση των πάντων, επιχειρώντας να θεμελιώσει μια νέα ανθρωπολογία ικανή να μας οδηγήσει έξω από τα αδιέξοδα της κρίσης. Γράφει ο Κιουρτσάκης: «Τώρα, ίσως, καταλαβαίνεις καλέ μου αναγνώστη, γιατί η ανάγκη μας για έναν λόγο μη εξουσιαστικό είναι σήμερα τόσο ζωτική. Τον χρειαζόμαστε επιτακτικά για να δαμάσουμε τον εσωτερικό καπιταλισμό που φωλιάζει ύπουλα μέσα στον ατομικισμό μας […] Μιλάω, θα το κατάλαβες, για τη δημοκρατία» που μας δείχνει «τον ορίζοντα του μόνου αληθινά ανθρώπινου πολιτεύματος». Θα πρέπει «να δούμε τη δημοκρατία όχι ως υπαρκτό σήμερα πολίτευμα, αλλά ως σταθερό ζητούμενο της ανθρωπιάς: ως δημιουργική πρόκληση για ένα μέλλον που θα μένει πάντα να έρθει»[9].
Εξορία και πατρίδα
Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου (2015) είναι το προτελευταίο βιβλίο του και χωρίζεται σε τρία μέρη: Εξορία, Ευλογία, Προσδοκία. Εξορία σημαίνει να είσαι ξένος μέσα στην ίδια την πατρίδα σου και να γυρεύεις εκεί μέσα να δώσεις στη ζωή σου ένα νόημα, ψάχνοντας τα αίτια της αποξένωσης, ξαναδιαβάζοντας την ιστορία του τόπου σου και αναλογιζόμενος τι έφταιξε για τα δεινά της πρόσφατης κρίσης. Και να που ο συγγραφέας εντοπίζει τη ρίζα του κακού στον διχασμό που ταλανίζει τους Έλληνες, από τη μια το εκσυγχρονιστικό όραμα της Ευρώπης, από την άλλη ο «αρχαϊκός εαυτός μας» με την κατεργαριά και τους αταβισμούς μας, αλλά και με τις δικές μας παραδοσιακές αξίες, την αυθόρμητη ανθρωπιά, το λιτοδίαιτο ήθος, την αξιοπρέπεια, το πρωτογενές «αίσθημα της φυσικής ισότητας των ανθρώπων»[10], αξίες που η οικονομίστικη τεχνοκρατούμενη Ευρώπη προσπάθησε βίαια να εξαλείψει. «Ο κόσμος μας βρέθηκε απροετοίμαστος να αφομοιώσει την αυστηρή πειθαρχία του δυτικού καπιταλισμού», ωστόσο ήταν πρόθυμος να ασπαστεί «ευφρόσυνα τη νέα παγκόσμια θρησκεία του χρήματος»[11], ταυτίζοντας πλέον τη ζωή με τον καταναλωτισμό, το κυνήγι του εύκολου κέρδους, τον άκρατο ηδονισμό, που οδήγησε τη χώρα μας στη διαφθορά. Μέσα όμως στην παρακμή και την απελπισία μας, μπορούμε να ανακαλύψουμε την ευλογία του να είμαστε Έλληνες, δηλαδή να είμαστε άνθρωποι και να έχουμε την προσδοκία πως μαζί με τους άλλους θα δημιουργήσουμε την αληθινή μας πατρίδα, με όπλα την πίστη στην ποιητική δύναμη της γλώσσα μας και στην ζωοποιό δύναμη της λαϊκής μας παράδοσης. Μπορούμε λοιπόν να πιστέψουμε σε ένα θαύμα, στην έλευση ενός πολιτισμού που θα ριζώνει στην «αναπόδραστη αλληλεγγύη – καλύτερα την αδελφοσύνη μας με τους άλλους». Προσδοκούμε την έλευση αυτού του άλλου πολιτισμού, γράφει ο Κιουρτσάκης, «όπως οι χριστιανοί την ανάστασιν νεκρών». Και κλείνει με αυτές τις φράσεις το βιβλίο του: Βέβαια δεν περιμένουμε την ανάσταση των νεκρών αλλά «την ανάσταση του νεκρωμένου ανθρώπου». Άραγε αυτό «δεν θα μπορούσε να μας ενώσει σε ένα κοινό πιστεύω, που θα μεταμόρφωνε τον προσωπικό θεό του καθενός μας σε έναν άγνωστο, ίσως ερχόμενο, θεό; Τι άλλο σημαίνει να γυρεύεις στην εξορία την πατρίδα σου;»[12]
Η μοίρα του τόπου μας και το Εικοσιένα: μέσα στο θαύμα, η τραγωδία
Το πρόσφατο βιβλίο του Κιουρτσάκη, με τίτλο Το θαύμα και η τραγωδία – Το Εικοσιένα από τον κόσμο του Ομήρου στην παγκόσμια επαρχία είναι ένα ευσύνοπτο, περιεκτικό και εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο, όχι μόνο λόγω του επετειακού χαρακτήρα του, αλλά λόγω των καίριων ερωτημάτων που θέτει και που αφορούν το παρόν του τόπου μας και τη μοίρα του. Το βιβλίο συνεχίζει την προβληματική των προηγούμενων, αλλά εστιάζει τον μεγεθυντικό του φακό στα τελευταία 200 χρόνια της νεώτερης ιστορίας μας που ακολούθησαν την Επανάσταση του ’21. Εδώ και δύο αιώνες η χώρα μας ταλαντεύεται ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, ανάμεσα σε δύο ετερόκλητα και ασύμβατα παρελθόντα, αναπαράγοντας το σχίσμα στην ψυχή του Νεοέλληνα και εξαναγκάζοντάς τον σε μια διαρκή υπαρξιακή αμφιταλάντευση, που του δημιουργεί το αίσθημα της αποξένωσης μέσα στον ίδιο του τον τόπο. Βιώνοντας και ο ίδιος ο συγγραφέας το ανυποχώρητο δράμα που μας ταλανίζει, ένιωσε την επιτακτική ανάγκη να θέσει το κρίσιμο ερώτημα «ποιοι είμαστε εμείς οι Έλληνες», ποια ακριβώς είναι η φύση της «ελληνικότητάς» μας, και να διερωτηθεί πάνω στο νόημα που έχει για μας σήμερα «η ριζική τομή στην τρισχιλιόχρονη πορεία της χώρα μας»[13] που επιτέλεσε η Επανάσταση του ’21, ξεκόβοντάς μας από τον παλιότερο τρόπο ύπαρξής μας. Ήταν ένα ρίσκο, «ένα παράτολμο επαναστατικό εγχείρημα», ένα θαύμα η ανάσταση μιας πανάρχαιας χώρας, που όλοι την πίστευαν πεθαμένη, η ανάδυση ενός εθνικού κράτους μέσα από το χάος και την παρηκμασμένη οθωμανική αυτοκρατορία. Όμως μέσα στο θαύμα κρυβόταν η τραγωδία ενός θεμελιακού διχασμού, που διαχρονικά πήρε πολλά πρόσωπα και δεν έπαψε να μας βασανίζει ως σήμερα. Αυτός ο διχασμός είχε τη ρίζα του στην αντινομική φύση του επαναστατικού εγχειρήματος του ’21, που από τη μια εξέφραζε τη θέληση των Ρωμιών για ανεξαρτησία, με το γκρέμισμα του οθωμανικού καθεστώτος και τη θεμελίωση ενός εθνικού κράτους, ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του οποίου ήταν παντελώς ξένος και εχθρικός στην ιδιοσυγκρασία τους, από την άλλη πρόδιδε τη δυσκολία και την απροθυμία τους να εγκαταλείψουν τον παραδοσιακό τρόπο ύπαρξης, τον μόνο που ως τότε γνώριζαν, τις δοξασίες, τις αντιλήψεις για τον κόσμο που μοιράζονταν με τους Οθωμανούς και τους άλλους λαούς στη μακροχρόνια συνύπαρξή τους. Αυτή η αντίθεση εκφράστηκε πολιτικά με τη διαμάχη αγωνιστών, που ενσάρκωναν έναν αρχέγονο τύπο αρετής από τη μια, και λογίων και πολιτικών που υπερασπίζονταν το ευρωπαϊκό εκσυγχρονιστικό όραμα από την άλλη, με την πειθαρχία, την κεντρική εξουσία, τον οργανωμένο στρατό, την ορθολογική διοίκηση. Πολιτισμικά, με την αμφιθυμία που προκάλεσε ο εξευρωπαϊσμός, ανακηρύσσοντας την αρχαιολατρία ως τη μόνη δυνατή σύνδεση της νέας Ελλάδας με την αρχαιότητα, (διαμεσολαβημένη πάντως από την ευρωπαϊκή εμπειρία της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού), – τη μόνη προοπτική που μπορούσαν να φανταστούν και να στηρίξουν οι Δυτικοί –, και προκρίνοντας την υιοθέτηση μιας αρχαιοπρεπούς γλώσσας, εις βάρος της ζωντανής γλώσσας, που ωστόσο δεν έπαψε να μιλιέται και να κουβαλά μέσα της τις πανάρχαιες παραδόσεις μας. Το αποτέλεσμα ήταν η χώρα μας να μην μπορέσει να γίνει ποτέ ούτε γνήσιο ευρωπαϊκό κράτος ούτε γνήσια ελληνικό. Η ίδια αντίθεση ξαναζωντάνεψε τα τελευταία χρόνια, την εποχή της κρίσης και των μνημονίων, με την αδιέξοδη σύγκρουση ανάμεσα σε «εθνοκεντρικούς λαϊκιστές» και «φιλοευρωπαίους εκσυγχρονιστές». Η μοίρα λοιπόν της νεότερης Ελλάδας συνδέθηκε από συστάσεως κράτους με αυτή τη διπολική αδυναμία: να μην μπορεί να γίνει ούτε συνεπώς νεωτερική ούτε ακριβώς ελληνική, δηλαδή πιστή στην δική της ουσία. Ο Κιουρτσάκης προσπαθώντας να ορίσει την ουσία της ελληνικότητας, επιστρέφει στην αρχαιότητα, όχι για να επικαλεστεί μια φυλετική συνέχεια, αλλά μια συνέχεια γλώσσας, η οποία δεν βρίσκεται ούτε στη σύνταξη ούτε στη γραμματική ή την προφορά, αλλά φωλιάζει στην καρδιά των λέξεων. Οι Έλληνες είναι ένας παμπάλαιος λαός «που όσο κι αν αναμείχτηκε με τους άλλους δεν έπαψε ποτέ να μιλάει ελληνικά». Η γλώσσα μας έχει υπαρξιακή σημασία για εμάς που τη μιλάμε, καθώς έχει διασώσει μέσα στις λέξεις «πολύτιμα κοιτάσματα» από την αρχαία μας κληρονομιά και έχει διαμορφώσει ένα ορισμένο ήθος από τον εποχή του Ομήρου. Το αρχαίο ελληνικό πνεύμα ήταν ένας συγκερασμός μύθου και λόγου. Οι Ευρωπαίοι κράτησαν μόνο τον λόγο υποβιβάζοντάς τον σε εργαλειακό-χρησιμοθηρικό λόγο με στόχο την υλική ευημερία και την παγκόσμια κυριαρχία και αγνόησαν τον μύθο. Η κατανόηση που είχαν της Αρχαίας Ελλάδας ήταν εντελώς επιφανειακή και διαστρεβλωτική. Αντίθετα, εμείς οι Νεοέλληνες είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε την βαρύνουσα σημασία του αρχαίου μύθου, που πέρασε μέσω του προφορικού λόγου στα παραμύθια και στις παραδόσεις μας. Οι ελληνικοί μύθοι μας αποκαλύπτουν τη ζοφερή πλευρά της ύπαρξης, μας δείχνουν τις τρομαχτικές συνέπειες που έχει η υπέρβαση του μέτρου, η αλαζονεία και η υπεροψία, που σήμερα έχουν διογκωθεί υπέρογκα με την στυγνή εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο σε όλη τη γη. Εμείς όμως μπορούμε να ενεργοποιήσουμε όλον τον πλούτο που είναι κρυμμένος μέσα στη γλώσσα μας, –το συλλογικό δημιούργημα και κτήμα μας–, να ανακαλύψουμε ξανά την ανθρωπιά και το δημοκρατικό ήθος, τον ανθεκτικό και πολύτιμο πυρήνα της παραδοσιακής, αρχαϊκής Ελλάδας, όπως διαφυλάχθηκε μέσα στις λέξεις μας, προκειμένου να νοηματοδοτήσουμε ξανά την πολιτική μας ζωή, θέτοντας τις βάσεις για μια ουσιαστική επικοινωνία, για τη θέσπιση μιας νέας, δημοκρατικής κοινωνίας. «Σκεφτείτε», μας λέει ο Κιουρτσάκης, «ποια λυτρωτική πνευματική επανάσταση θα ζούσε ο κόσμος μας αν, κάθε φορά που μιλούσαμε για οικονομία, εννοούσαμε τον νόμο του οίκου μας, σήμερα που οίκος μας έχει γίνει όλη η οικουμένη, αντί να έχουμε συνεχώς στη σκέψη μας την αχαλίνωτη ανομία του χρήματος που μας δυναστεύει. Ή αν, μιλώντας για αγορά, εννοούσαμε πρώτα τον τόπο όπου, καθώς είπα, οι άνθρωποι ανταλλάσσουν τα λόγια τους, πριν από τα εμπορεύματά τους, και όχι την ηλεκτρονικά τηλεκατευθυνόμενη κερδοσκοπική ατοπία που ακούει στο όνομα “αγορές”, η οποία κοντεύει να γίνει το μνήμα της δημοκρατίας, εκεί που η αγορά υπήρξε η μήτρα της… Ιδού τι εννοώ μιλώντας για τη δυνάμει οικουμενικότητα της γλώσσας μας: ότι οι αρχαϊκές και πάντα νέες λέξεις της μπορούν να δείξουν μέσα στο θολό παρόν μας τον δρόμο κάποιου μέλλοντος. Ουτοπία; Χωρίς άλλο. Όμως, χωρίς τον μπούσουλα αυτής της ανθρώπινης ουτοπίας, ο δυτικός πολιτισμός, που ενστερνίστηκε αλλά και διαστρέβλωσε στην πορεία του τούτες τις λέξεις, θα παρακμάσει οριστικά»[14]. Τι είναι τελικά η Ελλάδα αν όχι «μια διαρκής υπόσχεση συλλογικής δημιουργίας», μια «άσβεστη προσδοκία», «μια αχτίδα φωτός» σε έναν αποτρόπαιο κόσμο;[15]
Το σύνολο του έργου του, ένας στοχασμός πάνω στις μεταμορφώσεις του Ίδιου και του Άλλου και μια προσπάθεια υπέρβασης της αντινομίας τους
Συνοψίζοντας θα λέγαμε πως το έργο του Κιουρτσάκη, λογοτεχνικό και δοκιμιακό, είναι μια συνεχής διερώτηση πάνω στα ανθρωπολογικά ζητήματα της εποχής μας· ένας στοχασμός πάνω στις συνεχείς μεταμορφώσεις του Ίδιου και του Άλλου, όπως εκφράστηκαν ιστορικά στις ποικίλες και αντιφατικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Δύση και αναλύθηκαν, όπως είδαμε, διεξοδικά, στα δίπολα Εξορία και Πατρίδα, Παράδοση και Νεωτερικότητα, Εθνικισμός και Κοσμοπολιτισμός, Εθνοκεντρισμός και Εκσυγχρονισμός, Θαύμα και Τραγωδία, επιχειρώντας μία σύνθεση που να υπερβαίνει τον εκάστοτε διχασμό και να στοχεύει σε μία νέα, γόνιμη σύλληψη της ελληνικότητας.
ΛΙΛΑ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ
~.~
~.~
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] Νίτσε, Γενεαλογία της Ηθικής, Τρίτη Πραγματεία, Κεφάλαια 1, 7 και 8.
[2] Γιάννης Κιουρτσάκης, Εμείς οι άλλοι, Κέδρος, 2000, σελ. 372.
[3] —, στο ίδιο, σσ. 372-3.
[4] —, Σαν Μυθιστόρημα, Κέδρος, 1995, σελ. 186.
[5] —, στο ίδιο, σελ. 545.
[6] —, Το βιβλίο του έργου και του χρόνου, Κέδρος, 2007, σελ. 335.
[7] —, Εμείς οι άλλοι, ό.π., σελ. 341.
[8] —, Ένας χωρικός στη Νέα Υόρκη, Ίνδικτος, 2009, σελ. 97.
[9] —, Το ζητούμενο του ανθρώπου, Πατάκης, 2011, σσ. 184, 187.
[10] —, Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου, Πατάκης, 2015, σελ. 174.
[11] —, στο ίδιο, σελ. 35.
[12] —, στο ίδιο, σσ. 391-2, 398.
[13] —, Το θαύμα και η τραγωδία, Το Εικοσιένα από τον κόσμο του Ομήρου στην παγκόσμια επαρχία, Πατάκης, 2020, σελ. 10.
[14] «Ακούστε τις πανάρχαιες λέξεις που ζωντανεύει η γλώσσα μας»: Συζήτηση του Γ. Κιουρτσάκη με τον Κ. Κατσουλάρη, Book Press, 12.6.2015.
[15] «Για σχεδόν δύο αιώνες, ο γόρδιος δεσμός δεν λύθηκε»: Συζήτηση του Γ. Κιουρτσάκη με τον Κ. Κατσουλάρη, Book Press, 19.11.2020.