Μεταξύ καταποντισμοῦ καί ἀνάστασης*

To-21-apo-ton-kosmo-tou-Omirou-cover

Ποιό ὅραμα μπορεῖ νά ἔχει σήμερα μιά χώρα μικρή σάν τήν Ἑλλάδα;

Τί ἦταν τελικά ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση; Στό κύτταρό της φώλιαζε μιά ἀκαθόριστη ἰδέα θρησκευτικῆς καί πολιτικῆς χειραφέτησης, πού σίγουρα δέν σήμαινε τό ἴδιο πράγμα γιά τούς ἀγράμματους χωρικούς τῆς Ρούμελης καί τοῦ Μοριᾶ, τούς Δάσκαλους τοῦ Γένους καί τούς Ἕλληνες τῆς Διασπορᾶς.

Ὅλοι συνέκλιναν ὡστόσο στήν κοινή ἐπιθυμία νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ὀθωμανική τυραννία, πού γινόταν ὅλο καί πιό αἰσθητή, παρά τήν περιορισμένη αὐτονομία ὄχι λίγων ἑλληνικῶν κοινοτήτων. Αὐτό τό διάχυτο αἴσθημα ἔθρεψε βαθμιαῖα τό ἀπελευθερωτικό αἴτημα πού ἕνωσε κάποια στιγμή τούς Ἕλληνες. Ἕνας παμπάλαιος λαός, πού εἶχε σιγά σιγά ξανακερδίσει τή συνείδηση τοῦ διακριτοῦ συλλογικοῦ του ἑαυτοῦ, ζητοῦσε τώρα νά ἐνσαρκωθεῖ σέ μιά νέα πολιτειακή ὀντότητα. Θεωρητικά, ἡ ἐνσάρκωση θά μποροῦσε νά εἶχε πάρει τή μορφή τῆς πολυεθνικῆς βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας πού ὁραματιζόταν ὁ Ρήγας Φεραῖος, ἄν δέν τό ἀπαγόρευαν οἱ καιροί. Τελικά πῆρε τή μορφή ἑνός ἐθνικοῦ κράτους, ὅπως συνέβη μέ ὅλα τά νέα ἔθνη πού ἐμφανίστηκαν τόν 19ο αἰώνα καί μετά. Δέν ἦταν ἡ μορφή πού ταίριαζε στήν κοινωνία καί στό ἦθος τῶν Ρωμιῶν τοῦ 1830. Ἀλλά ἦταν τότε ἡ μόνη δυνατή. Στό πλαίσιο αὐτοῦ τοῦ κράτους θά ἤμασταν ἐφεξῆς ἀναγκασμένοι νά προχωρήσουμε καί προχωροῦμε ἀκόμα σήμερα. Αὐτό μᾶς ἐπέτρεψε βαθμιαῖα νά σταθοῦμε ὀρθοί στά πόδια μας, νά ἐπεκτείνουμε τά ἀσφυκτικά μας σύνορα καί νά γνωρίσουμε καλύτερα τόν τόπο μας, τήν ἱστορία μας, τή γλώσσα μας, τόν πολιτισμό μας, δηλαδή τόν ἑαυτό μας. Ἀλλά αὐτό ἐπίσης ἔβαζε κάθε τόσο φρένο στά ὁράματά μας καί ματαίωσε ὁριστικά τή μεγάλη ἐθνική μας χίμαιρα νά ἀνασυστήσουμε τή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία. Τούτη ἡ χίμαιρα ναυάγησε μέσα σέ μιά θύελλα ἀντιμαχόμενων ἐθνικισμῶν καί ἀνταγωνιστικῶν συμφερόντων μεταξύ «Μεγάλων», τά ὁποῖα μεταβάλλονταν συνεχῶς σάν κινούμενη ἄμμος. Ὅμως τό ναυάγιο αὐτό ἐμεῖς τό πληρώσαμε μέ τήν ἀμετάκλητη ἀπώλεια τοῦ τρισχιλιόχρονου ἑλληνισμοῦ τῆς Ἰωνίας, πού ἀποτελοῦσε μιάν ἀνθρωπολογική κιβωτό ἄλλης τάξεως σέ σύγκριση μέ τά νεότερα ἐθνικά κράτη. Ἡ τραγωδία ἦταν ἐξαρχῆς ἡ νεοελληνική μας μοίρα. Ἀλλά αὐτή δέν εἶναι κάθε φορά, στήν τελευταία πράξη της, ἡ τραγωδία ὅλων τῶν ἐθνικισμῶν τοῦ κόσμου;[1]

Ποιό ὅραμα ἔχει ἡ νεότερη Ἑλλάδα, ἀναρωτιόταν ὁ Κώστας Ἀξελός, διαπιστώνοντας στά 1954, τριάντα τόσα χρόνια μετά τή Μικρασιατική Καταστροφή, τήν ἔνδεια τῆς Μεγάλης Ἰδέας, πού δέν ἦταν, ἔλεγε σκωπτικά, οὔτε μεγάλη οὔτε ἰδέα.

Ἑβδομήντα σχεδόν χρόνια μετά τόν Ἀξελό, ἐγώ ἀναρωτιέμαι: ποιό ὅραμα μπορεῖ νά ἔχει σήμερα μιά χώρα μικρή σάν τήν Ἑλλάδα ἡ πορεία τῆς ὁποίας καθορίζεται ἀπό συνθῆκες πού ἐλάχιστα τίς ἐλέγχει; Ποιό ὅραμα μπορεῖ νά ἔχει, ἀκόμα καί ἡ πιό μεγάλη χώρα, σ’ ἕναν καιρό ὅπου ἡ μοίρα κάθε κοινωνίας εἶναι τόσο στενά ἐξαρτημένη ἀπ’ ὅσα πράττουν ἤ δέν πράττουν ὅλες οἱ ἄλλες; Ἔχει ἄραγε ἕνα ὅραμα ἡ σημερινή Εὐρώπη στήν πραγμάτωση τοῦ ὁποίου θά μποροῦσε νά συμβάλει κι ἐτούτη ἡ μικρή γωνιά τῆς γῆς; Ἔχει ἡ ἀνθρωπότητα; Εἶναι τάχα ὅραμα ἱκανό νά δώσει κάποιο νόημα στή ζωή τῶν ἀνθρώπων ἡ ἀδιάκοπη (ἄν καί τόσο πιά ἀμφίβολη) ποσοτική μεγέθυνση τοῦ ΑΕΠ, ἡ συσσώρευση τοῦ χρήματος ἰδωμένη ὡς αὐτοσκοπός, ὁ ἐγωκεντρικός ἡδονισμός, ἡ ἐπιδίωξη μιᾶς μάταιης τεχνητῆς ἀθανασίας, ἡ μετάλλαξη τῶν ἀνθρώπινων ὄντων σέ ἐξαρτήματα τῶν μηχανῶν τους, ἡ προστασία τῆς κοινωνίας ἀπό τούς κινδύνους πού τήν ἀπειλοῦν μέ τή διαρκῆ ἐπιτήρηση τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας; Εἶναι ὅραμα ἡ ἀκόρεστη κατανάλωση ἤ ὁ ἀνούσιος μαζικός τουρισμός (ἀπό τόν ὁποῖο ἐξαρτᾶται, ὡστόσο, ἡ οἰκονομία μας καί ὄχι μόνο ἡ δική μας); Μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὅραμα τήν ἐπικυριαρχία τοῦ ἰσχυρότερου ἐπί τοῦ ἀσθενέστερου, πού ἐγκυμονεῖ κάθε λογῆς πολέμους; Ἤ μήπως εἶναι ὅραμα ἡ ἐξαντλητική ἐκμετάλλευση τῆς φύσης πού λιώνει τούς πάγους τῆς Ἀρκτικῆς, ἐξαφανίζει κάθε μέρα τόσα εἴδη ζώων καί φυτῶν, ἀπειλώντας τήν ἴδια τή ζωή; Κι ὅμως, τέτοια ψευδεπίγραφα καί ὀλέθρια «προτάγματα» ἐξακολουθοῦν νά πλάθουν οἱ περισσότερες κοινωνίες μας, λές κι εἶναι ἐντελῶς ἀνήμπορες νά διακρίνουν τήν αὐτοκαταστροφική πορεία τήν ὁποία προδιαγράφουν. Αὐτή ἡ πορεία χρειάζεται ἐπειγόντως νά ἀντιστραφεῖ. Ἀλλά μιά τόσο ριζική ἀντιστροφή δέν ἐπιβάλλεται διά νόμου οὔτε μπορεῖ νά ἀποφασιστεῖ ἀπό ὁποιαδήποτε ἐξουσία αὐτοῦ τοῦ κόσμου· προϋποθέτει ἀναγκαῖα μιά βαθύτατη πνευματική μεταστροφή, πού μόνο ἀπό τά κάτω θά μποροῦσε νά ὡριμάσει: στό μυαλό καί στήν ψυχή τῆς καθεμιᾶς καί τοῦ καθενός μας, στόν διάλογο κάθε ἀνθρώπου μέ τόν ἄλλον ἄνθρωπο, στή στοχαστική διεργασία μιᾶς κοινότητας, στή διαβούλευση μιᾶς κοινωνίας πολιτῶν, μέ δυό λόγια στή νέα συλλογική δημιουργία πού ζητοῦνε οἱ καιροί! Μόνο ἀπό ἐκεῖ μπορῶ νά φανταστῶ νά ξεπηδάει ἕνα γνήσιο ὅραμα, ἱκανό νά θεμελιώσει τήν ἀλληλεγγύη καί τή συνεργασία ἀνθρώπων καί λαῶν καί νά δώσει νέα ζωή σέ ὅλες τίς ἀξίες πού ἐπικαλούμαστε ρητορικά, τήν ὥρα ἀκριβῶς πού γίνεται ὅλο καί πιό φανερό πώς μαραζώνουν. Ἕνα ὅραμα ὄχι ἐθνικό, ἀλλά οἰκουμενικό. Οὐτοπία; Ἀναμφίβολα – δέν νιώθω ἄραγε κι ἐγώ ὅτι δέν εἶναι πραγματοποιήσιμη στό ὁρατό μέλλον; Κι ὅμως τήν ἔχουμε ἀνάγκη περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἄλλο γιά νά μπορέσουμε νά ζήσουμε καί νά πεθάνουμε σάν ἄνθρωποι. Δέν θά ἄξιζε νά τήν πάρουμε γιά μπούσουλα; Κι ἄραγε, ἄν προσεγγίζαμε ἐλάχιστα αὐτό τό ὅραμα, ἡ μικρή πατρίδα μας δέν θά ἔβαζε κι αὐτή τό λιθαράκι της στόν ἀγώνα γιά τό χτίσιμό του, ὑπερβαίνοντας τή συνηθισμένη της ἀνεμελιά; Ἄλλωστε τί μαρτυράει ἡ ἀνεμελιά της, ἄν ὄχι μιάν αἴσθηση ἀνημπόριας;

Ἀκούω ἐδῶ καί χρόνια ἐπιφανεῖς Ἕλληνες ὅλων τῶν ἀπόψεων –ἀπό τόν διορατικό μάντη κακῶν Παναγιώτη Κονδύλη ὥς τόν ζηλωτή τοῦ χαμένου «ἑλληνικοῦ τρόπου» Χρῆστο Γιανναρᾶ– νά λένε, καθένας μέ τήν προσωπική του γλώσσα: finis Graeciae. Ἀλλά τελειώνει ὄντως ἡ Ἑλλάδα; Καί ἄραγε μόνο ἡ Ἑλλάδα; Εἶναι τάχα ἡ Ἑλλάδα τό κέντρο τοῦ κόσμου – ἕνα κέντρο πού παραδόξως πάσχει καί πεθαίνει μέσα σ’ ἕναν ἀκμαῖο κόσμο; Ἤ μήπως εἶναι αὐτό πού ζοῦμε κάθε μέρα: ἕνα ἐλάχιστο, ἰδιότροπο ἀλλά ἀναπόσπαστο τμῆμα ἑνός πάσχοντος κόσμου; Τότε γιατί νά μήν ποῦμε finis Europae; Γιατί ὄχι finis mundi; Ὅταν μάλιστα αὐτό πού ἐξακολουθοῦμε νά ὀνομάζουμε κόσμο (μιά λέξη πού γιά τούς ἀρχαίους σήμαινε πρῶτα τάξη, τάξη ἁρμονική) θυμίζει χάος: ἕνα πολυδιασπασμένο καί ἀκυβέρνητο πλανητικό χωριό σέ κατάσταση διαρκοῦς ἐμφύλιου πολέμου ἤ, ὅπως θεωρῶ πιό σωστό νά λέω, μιᾶς παγκόσμιας ἐπαρχίας πού δέν μπορεῖ πιά νά προσβλέπει σέ καμιά πρωτεύουσα.

Τί ἀποκαλύπτει τοῦτο τό χωριό ἤ αὐτή ἡ ἐπαρχία ἄν ὄχι τή δραματική ἔκπτωση τοῦ τρανοῦ νεωτερικοῦ ὁράματος τῆς Προόδου πού ἐνέπνευσε ἀνά τήν ὑφήλιο ἑκατομμύρια ἑκατομμυρίων ἀνθρώπους γιά δύο ἤ τρεῖς αἰῶνες; Αὐτό τό ὅραμα, τό ὁποῖο ταυτιζόταν μέ «τή θέληση γιά δύναμη πού ρίχνεται στήν κατάκτηση τοῦ κόσμου», ἐγκωμίαζε καί ὁ Ἀξελός, σέ μιάν ἐποχή πού μποροῦσε ἀκόμα νά ἐνθουσιάζεται μέ τήν ἀπεριόριστη ἀνάπτυξη τῆς τεχνικῆς καί τῆς οἰκονομίας. Νά ὅμως πού ἡ κατάκτηση τοῦ κόσμου ὁδηγεῖ στήν ἐξάντλησή του, γιά νά μήν πῶ στήν ἐξαχρείωσή του. Δεῖτε τήν εἰκόνα πού παρουσιάζει τοῦτο τό καλοκαίρι τοῦ 2020 ἡ κραταιά Ἀμερική. Ποῦ πῆγε ἡ «χάρι τῶν ἄστρων» τήν ὁποία διέκρινε σ’ αὐτή τή χώρα, πρίν ἀπό εἴκοσι τόσα χρόνια, ὁ Στέλιος Ράμφος; Ποῦ πῆγε ἡ ἐλπίδα πού διέβλεπα ἐγώ στήν Ἀμερική τοῦ Μπαράκ Ὀμπάμα;

Κι ὡστόσο, μέσα στή σημερινή φουρτούνα, ἡ Ἑλλάδα, μέ ὅλες τίς ἁμαρτίες της, μένει κάτι σημαντικό, περισσότερο ἴσως πολύτιμο καί σπουδαῖο καί ἀπό ἕνα ὅραμα (ἄν ἀναλογιστοῦμε πόσα μεγάλα συλλογικά ὁράματα ἔγιναν στάχτη ἕως πρόσφατα, κατακαίγοντας τούς πρωτεργάτες καί τούς ὁπαδούς τους): μιά ἄσβεστη προσδοκία πού, ὅσες φορές κι ἄν διαψεύδεται, δέν παύει νά ξαναγεννιέται· ὅπως ξαναγεννιέται τό ἀδάμαστο κέφι τοῦ Καραγκιόζη, ὕστερα ἀπό κάθε του πανωλεθρία. Κεῖνο πού μέ τρώει, κεῖνο πού μέ σώζει εἶναι πού ὀνειρεύομαι σάν τόν Καραγκιόζη, τραγουδάει ὁ Σαββόπουλος. Ἰδού πῶς τό θαῦμα ἀναδύεται ξανά ἀπό τήν τραγωδία. Ἄραγε πιό δυνατή καί ἀπό τή «θέληση γιά δύναμη» –αὐτή τή λαχτάρα νά ἐπιβληθοῦμε στόν ἄλλον– δέν εἶναι, κατά βάθος, ἡ θέληση γιά ζωή –μέγα καλό καί πρῶτο– ὅταν ξεπροβάλλει ἀκατανίκητη μέσ’ ἀπό τήν πιό φοβερή καταστροφή; Τό δείχνουν, θαρρῶ, ὅλοι μας οἱ μύθοι καί ὅλη ἡ Ἱστορία μας, ἀρχαία και νεότερη, πού ταλαντεύονται ἀκατάπαυστα ἀνάμεσα σ’ ἕναν καταποντισμό καί σέ μιάν ἀνάσταση.

«Ἡ τραγωδία αἰωρεῖται ἀνάμεσα στούς πόλους ἑνός ἀκρότατου μηδενισμοῦ καί μιᾶς ἀπεριόριστης ἐλπίδας», ἔλεγε τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1955 στήν Ἀθήνα ὁ Ἀλμπέρ Καμύ. Ἐντόπιζε τό χαρακτηριστικό της στό γεγονός ὅτι ἐδῶ «ὅλοι ἔχουν συγχρόνως δίκιο καί ἄδικο […] ὅλοι μπορεῖ νά βροῦν μιά δικαίωση, ἀλλά κανείς δέν εἶναι δίκαιος». Γι’ αὐτό, παρατηροῦσε, «ὁ χορός συμβουλεύει τή σύνεση», ὑπενθυμίζοντας στά πρόσωπα τοῦ δράματος καί στούς θεατές «ὅτι ὑπάρχει μιά τάξη, ὅτι αὐτή ἡ τάξη εἶναι ὀδυνηρή, ἀλλά ὅτι εἶναι ἀκόμα χειρότερο νά μήν ἀναγνωρίσουμε ὅτι ὑπάρχει». Πράγμα πού σήμαινε γιά κεῖνον «νά μήν ἀρνηθοῦμε τίποτε, νά μήν ἀποκλείσουμε τίποτε, νά ἀποδεχτοῦμε τό μυστήριο τῆς ὕπαρξης, τό ὅριο τοῦ ἀνθρώπου, καί αὐτή τήν τάξη […] ὅπου γνωρίζουμε δίχως νά γνωρίζουμε».[2] Ἄραγε τοῦτα τά λόγια δέν εἰκονογραφοῦν πιστά τόν προαιώνιο διχασμό πού μᾶς παιδεύει ἀπό τήν ἐποχή τῆς Ἰλιάδας καί τῶν Ἑπτά ἐπί Θήβας ὥς τούς ἀλλεπάλληλους ἀδελφοκτόνους πολέμους τῆς νεοελληνικῆς περιπέτειας; Δέν μᾶς θυμίζουν ἀξεχώριστα τό δίκιο καί τό ἄδικο τῶν ἀντίπαλων παρατάξεων πού ὀνειρεύτηκαν μέ διαφορετικό τρόπο τήν Ἑλλάδα ἀπό τήν ἐποχή τῶν συγκρούσεων ἀνάμεσα στούς κλεφταρματολούς καί τούς πρόκριτους τῆς Τουρκοκρατίας, στούς ἀγωνιστές τῆς Ἐπανάστασης καί τούς πολιτικούς, τόν Καποδίστρια ἤ τόν Ὄθωνα, στούς βενιζελικούς καί τούς βασιλικούς στά 1916-1917, στούς κομμουνιστές καί τούς «ἐθνικόφρονες» στόν Ἐμφύλιο τοῦ 1946-1949, γιά νά μή φτάσω ὥς τό δημοψήφισμα τοῦ 2015; Δέν φωτίζουν τελικά καί τή σημερινή μας μοίρα;

*Ἀπόσπασμα ἀπό το βιβλίο τοῦ Γιάννη Κιουρτσάκη, Tό θαῦμα καί ἡ τραγωδία. Τό Εἰκοσιένα ἀπό τόν κόσμο τοῦ Ὁμήρου στήν παγκόσμια ἐπαρχία, πού κυκλοφόρησε στίς ἐκδόσεις Πατάκη.

[1] Ἀξίζει νά διαβαστεῖ σήμερα τό μικρό βιβλίο τοῦ Ραμπιντρανάθ Ταγγόρ (1861-1941), Ὁ ἐθνικισμός εἰς τήν Δύσιν, πού ἐπανεκδόθηκε τόν Μάρτιο τοῦ 2020 ἀπό τίς Ἐκδόσεις Γκοβόστη, τόν πρῶτο Ἕλληνα ἐκδότη του στά 1929. Ἐκεῖ ὁ μεγάλος Ἰνδός ποιητής καί στοχαστής ἐξετάζει τόν ἐθνικισμό –ὡς τυπικό προϊόν τῆς νεωτερικῆς Εὐρώπης, πού διαδόθηκε καί ἐπικράτησε τελικά σέ ὅλη τήν ὑφήλιο– ἀπό τή σκοπιά τοῦ πανάρχαιου πολιτισμοῦ τῆς δικῆς του ἀχανοῦς χώρας, δείχνοντας τά ἀδιέξοδά του καί τήν (αὐτο)καταστροφική πορεία του (ἀπό τήν ὁποία δέν ἔχει ξεφύγει σήμερα ἡ πατρίδα του). Τονίζω ὅτι δέν ἔχουμε νά κάνουμε μ’ ἕναν ἀντίπαλο τῆς Δύσης – ἀντίθετα, γιά τόν Ταγγόρ, τό «ἀληθινό σμίξιμο τῆς Δύσης μέ τήν Ἀνατολή» ὑπῆρξε ἕνα ὅραμα ζωῆς. Ὅμως πίστευε βαθιά ὅτι «τό πνεῦμα τῆς πάλης καί τῆς ἐπικράτησης», πού ἔβλεπε νά διέπει τόν δυτικό ἐθνικισμό, ἦταν ὄχι μόνο καταστρεπτικό γιά ὅλους, ἀλλά καί ἐμπόδιζε τήν ἐλεύθερη πρόσληψη τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ ἀπό τίς ἄλλες χῶρες. Αὐτό τό βιβλιαράκι γίνεται ἐξαιρετικά ἐπίκαιρο σέ μιάν ἐποχή ὅπου ἀναβιώνουν παντοῦ –ἀρχίζοντας ἀπό τή γειτονιά μας– οἱ πιό νοσηροί ἐθνικισμοί, ὑπενθυμίζοντας ἀνησυχητικά τά χρόνια τοῦ μεσοπολέμου ὅπου γράφτηκε.

[2] Albert Camus, “Sur l’avenir dela tragédie” [Γιά τό μέλλον τῆς τραγωδίας], Œuvres complètes, III, Bibliothèque de la Pleïade, σ. 1117-1127.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *