Γι’ αυτό θα ξεκινήσω από την ονομάτων επίσκεψιν, ιχνηλατώντας τις πηγές των δύο λέξεων πάνω στις οποίες έχουν θεμελιωθεί οι νεότερες αντιλήψεις μας για τη φιλοσοφία και για την καλλιτεχνική δημιουργία: φιλοσοφία και ποίησις. Δύο λέξεις που, ιδωμένες στον ετυμολογικό πυρήνα τους, μας αποκαλύπτουν ταυτόχρονα το βαθύτερο πνεύμα της αρχαίας γλώσσας και την άκρα της νεωτερικότητα.
Φιλοσοφία: φιλία ή αγάπη της σοφίας (της επιστήμης, αναφέρουν κάποια λεξικά). Όσο για τη λέξη φιλόσοφος, ονοματίζει τον άνθρωπο που προσπαθεί συνειδητά να προσεγγίσει τη σοφία. Υπογραμμίζω εξαρχής τον στενό δεσμό φιλίας και φιλοσοφίας, τόσο στενό ώστε τούτη η τελευταία να εμπεριέχει τον φίλο στην ίδια της την ονομασία.
Εξάλλου, στις απαρχές της, η λέξη σοφία σημαίνει ικανότητα στις χειρωνακτικές ή μηχανικές τέχνες (σημασία που βρίσκουμε στην Ιλιάδα, όπου η λέξη περιλαμβάνει την τέχνη του αυλού και, κατ’ επέκταση, της ποίησης). Ενώ, από την πλευρά της, η επιστήμη σημαίνει επίσης τέχνη, ικανότητα (σημασία που ξαναβρίσκουμε στη γαλλική λέξη science: τέχνη, επιδεξιότητα).
Ιδού, στο ξεκίνημα, μια σημασιολογική εγγύτητα, θα έλεγα μια αλληλοδιείσδυση της σοφίας με την επιστήμη, αλλά και (πράγμα πιο εκπληκτικό) με την ποίησιν. Ας δούμε από πιο κοντά τούτη τη λέξη.
Ποίησις (διαβάζω στο αρχαιοελληνικό λεξικό Bailly): δραστηριότητα που συνίσταται στο να φτιάχνεις κάτι, εξ ου δημιουργία, κατά κανόνα σε αντιδιαστολή προς τη λέξη πράξις· κατασκευή, φτιάξιμο. Εν συνεχεία, ικανότητα σύνθεσης ποιητικών έργων, εξού η ποίηση και, κατ’ ακολουθία, ποιητικό έργο, ποίημα, ποιητική τέχνη.
Με τέτοια κριτήρια και μέτρα, αισθάνομαι κι εγώ, ο λογοτέχνης, πως είμαι –η πιο ταπεινά θα ήθελα να είμαι– εξίσου ποιητής όσο και φιλόσοφος. Αλλά αυτό δεν είναι το ίδιον της δουλειάς του ανθρώπου; Δεν φιλοδοξούμε όλες και όλοι, ως ανθρώπινα όντα, να κατακτήσουμε κάποια μορφή σοφίας και να δημιουργήσουμε κάποιο έργο, όποιο κι αν είναι; Και τι να πούμε για την αρχική απροσδιοριστία αυτών των δύο πνευματικών λειτουργιών στην αυγή του πολιτισμού, όταν ο μύθος και ο λόγος, η ποίησις και η σοφία (αλλά ακόμα η ποίηση και ο πεζός λόγος) βρίσκονται τόσο κοντά ώστε κάποτε να συγχέονται; Άραγε ο Ηράκλειτος ή ο Παρμενίδης είναι περισσότερο φιλόσοφοι απ’ όσο είναι ποιητές; Οι πλατωνικοί διάλογοι δεν είναι εξίσου λογοτεχνικό και φιλοσοφικό έργο; Και για να κάνω ένα άλμα δύο χιλιετιών: άραγε ο Μονταίνιος, που θεωρείται συχνά φιλόσοφος, δεν είναι πριν απ’ όλα ένας λογοτέχνης; Και ο Ρουσσώ; Τόσοι άλλοι…
Ωστόσο, όταν υπογραμμίζουμε την αρχέγονη συγγένεια των δύο δραστηριοτήτων, υπενθυμίζουμε την ίδια στιγμή τη σημερινή σημασιολογική τους αντίθεση. Γιατί γνωρίζουμε βέβαια καλά ότι, στην περίπτωση της φιλοσοφίας, έχει επικρατήσει η αφηρημένη έννοια της αναζήτησης της ουσίας των πραγμάτων ή της αλήθειας, ενώ εκείνο που δεσπόζει στην ποίηση είναι η δημιουργία μιας καλλιτεχνικής μορφής.
Το πράγμα δεν τελειώνει εδώ: αν δεχόμασταν ότι η φιλοσοφία δουλεύει με τις ιδέες και πάνω στις ιδέες, θα παραβλέπαμε την αρχική σημασία της λέξης ιδέα, η οποία, προτού να αποκτήσει την αφηρημένη της έννοια, ονόμαζε την εξωτερική όψη και, υπογραμμίζω, τη μορφή (από το είδον). Πράγμα που υποδεικνύει ότι η ποίησις μπορεί επίσης να πραγματεύεται ιδέες με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού πρόκειται για δραστηριότητες που έχουν και οι δύο ως υλικό τη γλώσσα;
Υπάρχει κάτι περισσότερο: σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ποίησις φιλοσοφώτερον ιστορίας [εστί], με τούτη την έννοια ότι καταπιάνεται με την ολότητα (τα καθόλου), ενώ η ιστορία αρκείται στα επιμέρους (τα καθ’έκαστον). Αν θυμηθούμε ότι προτού να πάρει την κύρια σημασία που έχει ακόμα σήμερα, η ιστορία σήμαινε αρχικά έρευνα, πληροφόρηση, εξερεύνηση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή είναι η μήτρα των σύγχρονων επιστημών του ανθρώπου, εκεί που η ποίησις μένει η μήτρα της λογοτεχνικής δημιουργίας, περιλαμβανόμενου του μυθιστορήματος. Σημασιολογική αλληλοδιείσδυση που έχει τη σημασία της: δεν νιώθουμε άραγε στις μέρες μας ότι ένα καλό μυθιστόρημα αγγίζει από πιο κοντά τη συνολική μας εμπειρία απ’ ό,τι η καλύτερη κοινωνιολογική έρευνα;
Μένω στη βασική διάκριση: αναζήτηση της αλήθειας, από τη μια· δημιουργία μιας μορφής, από την άλλη. Τι μπορώ να πω εγώ που δεν έχω άλλη φιλοδοξία παρά να φτιάξω ένα λογοτεχνικό έργο, για τη δουλειά της φιλοσοφίας; Ξέροντας πια πως κάθε πνευματικό έργο είναι μοναδικό, θα αποφύγω κάθε απόλυτη κατηγοριοποίηση.
Δεν έχω ασφαλώς τίποτε να πω για τη φιλοσοφία ως ακαδημαϊκό γνωστικό αντικείμενο. Αλλά μόλις μπορώ να πω κάτι περισσότερο για τα φιλοσοφικά συστήματα που διαδέχονται το ένα το άλλο, όταν αξιώνουν να αναιρέσουν με τη λογική τα συστήματα που προηγήθηκαν. Όσο και αν θαυμάζω την τελειότητα της εννοιολογικής κατασκευής τους, θα εξομολογηθώ πως αυτός ο τρόπος να προσεγγίσει κάποιος την αλήθεια μου φαίνεται μάταιος και εντέλει απλοϊκός.
Αντίθετα, η φιλοσοφία ως υπαρξιακή αναζήτηση, δηλαδή ως ατελεύτητη διερώτηση σχετικά με την αλήθεια, με αφορά βαθιά, γιατί ετούτη η αναζήτηση είναι και η δική μου, έστω κι αν μου είναι δύσκολο να συλλάβω τις δαιδαλώδεις διαδρομές της όταν εκδιπλώνονται σε μια καθαρά θεωρητική γλώσσα.
* * *
Να που βρέθηκα στο λογοτεχνικό μας εργαστήρι. Αν, όπως είπα, διστάζω να αυτοσυστηθώ ως μυθιστοριογράφος, είναι γιατί το μυθιστόρημα ταυτίζεται συνήθως με τη μυθοπλασία, ενώ τα μη δοκιμιακά γραπτά μου μοιάζουν να ανήκουν στο αυτοβιογραφικό είδος. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε τη μυθιστορηματική τέχνη όχι ειδολογικά αλλά οντολογικά, όπως το έχει κάνει στο κριτικό του έργο ο Λάκης Προγκίδης, νιώθω τον πειρασμό να πιστέψω ότι και τούτα τα γραπτά μετέχουν σ’ αυτή την τέχνη. Γιατί; Μα γιατί εκείνο που γυρεύω στη δουλειά μου δεν είναι να αφηγηθώ την ιστορία της ζωής μου, αλλά να διακρίνω τον άλλον μέσα μου και, αχώριστα, να δω τους άλλους σαν να ήταν ο εαυτός μου: κάτι που αποτελεί, νομίζω, την πεμπτουσία του μυθιστορηματικού εγχειρήματος. Ενός εγχειρήματος που ήταν άγνωστο στο έπος όσο και στην αρχαία τραγωδία, και που θα ήταν πιθανώς αδιανόητο χωρίς τον χριστιανισμό. Πράγματι, πώς να δούμε τον πλησίον μας, ως εαυτόν, χωρίς μιαν ελάχιστη προκαταρκτική προσπάθεια να τον αγαπήσουμε ως εαυτόν;
Όπως κι αν είναι, αν εξετάσω τη δουλειά μου στο σύνολό της, βρίσκω ένα αξεδιάλυτο κράμα μυθιστορήματος και δοκιμίου, που φανερώνεται στην εναλλαγή αφήγησης και στοχασμού. Αυτή ακριβώς η φανερή παρουσία της σκέψης στην καρδιά της αφήγησης εξηγεί δίχως άλλο το ενδιαφέρον μου για το θέμα τούτης της Συνάντησης.
Το ερώτημα που θέτω στον εαυτό μου είναι το εξής: τι διαφοροποιεί την ιδιαίτερη μυθιστορηματική ή/και δοκιμιακή σκέψη από την φιλοσοφική; Επιτρέψτε μου να εισφέρω στον κοινό μας στοχασμό κάποια στοιχεία από την προσωπική συγγραφική μου εμπειρία. Θα επικεντρώσω την προσοχή μου σε τρία σημεία.
1. Όταν ξεκινώ ένα γραπτό, είτε είναι μυθιστορηματικό είτε δοκιμιακό (άλλωστε, τη στιγμή εκείνη, δεν ξέρω τι θα είναι), εκείνο που κυριαρχεί μέσα μου είναι η απορητική στάση: αμηχανία, έκπληξη, θάμβος, άγνοια μπροστά στις απέραντα ποικίλες μορφές του κόσμου, όπως ετούτες θα κατασταλάξουν στο θέμα μου, του οποίου απλώς προαισθάνομαι τον πυρήνα. Στάση του ανθρώπου που δεν ξέρει ακόμα τίποτε από εκείνο που πρόκειται να φτιάξει, αν όχι ακριβώς ότι δεν ξέρει τίποτε – εδώ η μυθιστορηματική σοφία συναντιέται, και πάλι, με εκείνην του αρχαίου φιλόσοφου. Ή για να το πω σαν τον Καραγκιόζη, με μια κουβέντα που θεωρώ ισάξια με τη ρήση του Σωκράτη, του ανθρώπου που «δεν ξέρει τι ξέρει»· που ξέρει κάτι δίχως να το ξέρει – κι αυτό ακριβώς θέλει να μάθει .
Αυτό το «κάτι» θα μου το μάθει η μορφή του γραπτού μου, το οποίο μόνο χάρη σε εκείνην θα αποκτήσει τα περιγράμματα, τα χαρακτηριστικά και την ουσία του. Μορφή επομένως αρχικά λανθάνουσα, που υπάρχει μονάχα δυνάμει και θα αποκρυσταλλωθεί μόνο με τη δουλειά πάνω στις λέξεις, μα που ωστόσο κυοφορούσε εξαρχής το μελλογέννητο έργο. Έτσι που συλλογίζομαι καμιά φορά πως δεν τη διάλεξα εγώ, αλλά εκείνη διάλεξε εμένα.
Χωρίς άλλο, μπορώ κι εγώ να ξεκινήσω από μια αφηρημένη ιδέα, για παράδειγμα «Το Ίδιο και το Άλλο», που είναι ο γενικός τίτλος της τριλογίας μου. Αλλά αυτή η ιδέα μετουσιώνεται αμέσως σε κάτι συγκεκριμένο: ενσαρκώνεται σε ένα πρόσωπο με διπλό σώμα, που συνενώνει έναν ζωντανό και τον νεκρό του αδερφό· ή γίνεται η εικόνα ενός δωματίου και ενός κήπου, τα είδωλα των οποίων εισχωρούν, το σούρουπο, το ένα μέσα στο άλλο, πάνω στη γυάλινη επιφάνεια ενός μπουφέ, φανερώνοντας χειροπιαστά στα μάτια ενός μικρού παιδιού το μυστήριο του «μέσα» και του «έξω»…
Τούτη η δουλειά γίνεται λοιπόν πάνω σε κάποια μοτίβα που αναδύονται αυθόρμητα από τη φαντασία ή από τη μνήμη και που δεν θα πάψουν έπειτα να επανέρχονται· και, βέβαια, πάλι και πάλι, πάνω στις λέξεις η απλή τριβή των οποίων αρκεί κάποτε για να ξεπηδήσει, σαν σπίθα, μια μεταφορά, μια εικόνα, ένα πρόσωπο. Μέσα από τέτοιες διαδοχικές συγκεκριμενοποιήσεις, η μορφή προχωράει προς την ολοκλήρωσή της: μορφή ασφαλώς διαποτισμένη από τις ιδέες που την έθρεψαν και τη ζύμωσαν, μα που εκείνη έθρεψε και ζύμωσε ακόμα πιο πολύ, με τη σειρά της. Κι αυτός είναι ο λόγος που τις υπερβαίνει. Αυτός είναι ο λόγος που η υπαρξιακή μέθεξη του αναγνώστη στο έργο δεν εμποδίζεται από τη διαφωνία του με τις ιδέες του συγγραφέα.
Συμβαίνει άραγε το ίδιο με το φιλοσοφικό έργο; Μου φαίνεται δύσκολο να το βεβαιώσω, καθώς οι ιδέες έχουν σ’ αυτό θεμελιακή σημασία. Αλλά ας αφήσουμε να απαντήσει ο φιλόσοφος.
2. Είπα ότι η δοκιμιακή και μυθιστορηματική συνιστώσα είναι αδιαχώριστες στη δουλειά μου. Υπάρχουν ωστόσο διαβαθμίσεις, και έχω γράψει δοκίμια που αποτελούν μάλλον μελετήματα: πράγμα που μου επιτρέπει ίσως να μπω κάπως στο πετσί του φιλοσόφου. Γιατί, σ’ αυτήν την περίπτωση, ακόμα κι όταν η αφετηρία μου είναι μια προσωπική εμπειρία, οι λέξεις που χρησιμοποιώ υπηρετούν τις ιδέες που προσπαθούν να αποσαφηνίσουν. Εκείνο που επιδιώκω, είναι λίγο πολύ, να αποδείξω κάτι με μια αλληλουχία συλλογισμών που τείνουν να συγκροτήσουν ένα λογικά οργανωμένο σύνολο. Έτσι προσπαθώ, όσο μπορώ, να ασκήσω την κυριαρχία μου πάνω στη σημασία των λέξεων που χρησιμοποιώ, των οποίων η ίδια η πολυσημία είναι ηθελημένη και ελεγχόμενη.
Απεναντίας, στην αφήγηση και στον στοχασμό του μυθιστορήματος, η γραφή προχωράει με ελεύθερους συνειρμούς. Εδώ δεν γυρεύω πια να αποδείξω, αλλά να δείξω. Και όσο μεγάλη κι αν είναι η έγνοια μου για την ακρίβεια, το τελικό νόημα των λέξεων μου μου διαφεύγει πολύ σύντομα. Γιατί; Χωρίς άλλο, γιατί εδώ οι λέξεις, ιδωμένες στην αμοιβαία τους εξάρτηση και στα συμφραζόμενά τους, δημιουργούν λίγο λίγο ένα φανταστικό σύμπαν ξέχωρο από τη συνειδητή μου σκέψη: ένα πρόσωπο, μια σχέση, μια κατάσταση που εγώ, ο συγγραφέας, δεν γνωρίζω ακόμα – μαθαίνω σιγά σιγά να τα γνωρίζω, όσο γράφω, ξέροντας ότι στο έσχατο βάθος τους θα μείνουν κρυφά για μένα· αλλιώς πώς να εξηγήσω ότι πολλοί επαρκείς αναγνώστες θα βρουν εκεί διαφορετικά πράγματα από εκείνα που εγώ νομίζω πως έβαλα και είδα. Επιστρέφω στην πρωταρχική μου άγνοια.
Επομένως, στο μυθιστόρημα, οι ιδέες είναι σημαντικές όχι αυτές καθαυτές, αλλά για την υπαρξιακή τους δύναμη· καλύτερα, χάρη στην ενσάρκωσή τους στο μυθιστορηματικό πρόσωπο. Αυτό έλκει τις ιδέες στο μαγνητικό πεδίο του και, με αυτή την κίνηση, τις μεταμορφώνει. Αποτέλεσμα: η ίδια ιδέα, ακόμα και όταν διατυπώνεται με τις ίδιες λέξεις, έχει άλλο νόημα σ’ ένα δοκίμιο και άλλο σ’ ένα μυθιστόρημα. Αυτό πιθανώς εξηγεί ένα παράδοξο που γνωρίζουν καλά οι αναγνώστες: ότι ένα μυθιστόρημα αποκαλύπτεται συχνά πιο «έξυπνο» από τον συγγραφέα του – έστω κι αν αυτός ονομάζεται Μπαλζάκ ή Ντοστογιέφσκι.
Θα μπορούσαμε άραγε να πούμε κάτι ανάλογο για τη φιλοσοφική γραφή; Εδώ οι αμφιβολίες μου είναι ακόμα ισχυρότερες. Ένας σύγχρονος φιλόσοφος ο Ζαν – Κλωντ Μισεά (Jean – Claude Michéa), αφού εξομολογηθεί ότι αισθάνεται ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στους μυθιστοριογράφους και τους καλλιτέχνες, ισχυρίζεται ότι «η ιδεώδης λύση θα ήταν […] να μπορούμε να δώσουμε μια συγκεκριμένη εννοιολογική μορφή σε όλα μας τα συναισθήματα, και ταυτόχρονα να είμαστε ικανοί, σύμφωνα με την ωραία διατύπωση του Hegel, να δώσουμε “μιαν αισθητή μορφή στην παρουσία της Ιδέας’’». Αλλά η έννοια είναι τάχα ικανή να αποδώσει όλον τον πλούτο ενός συναισθήματος που την υπερβαίνει; Και η ίδια η Ιδέα ιδωμένη στο οντολογικό της βάθος, μέσα στο οποίο φωλιάζει, θαρρώ, ένα έντονο συναισθηματικό ή και αισθητηριακό στοιχείο, δεν είναι άραγε κάτι πολύ ευρύτερο από οποιαδήποτε εννοιολογική μορφή, που κινδυνεύει να την εγκλωβίσει σε ένα μονοδιάστατο σχήμα; Εξού, κατά τη γνώμη μου, η ανωτερότητα –ανωτερότητα, τολμώ να πω, στην ίδια της την ταπεινοφροσύνη– της αισθητής, με άλλα λόγια της αισθητικής μορφής (αν θυμηθούμε ότι και η λέξη αισθητική παράγεται από την αίσθηση). Μιας μορφής που, δίχως να έχει την αξίωση να εξαντλήσει την Ιδέα, την υπερβαίνει προς μιαν άλλη κατεύθυνση γιατί, φανερώνοντας πιο καθαρά τον οντολογικό πυρήνα της, του επιτρέπει να ακτινοβολεί με χίλιους τρόπους μέσα στην ευαισθησία του κάθε ακροατή ή αναγνώστη. Αλλά είναι αλήθεια πως δεν είμαι φιλόσοφος – και χρειαζόμαστε τους φιλόσοφους εξίσου με τους καλλιτέχνες.
3. Η μυθιστορηματική γραφή αποτελεί λοιπόν τον προνομιακό χώρο της φαντασίας; Κάθε άλλο. Με τη διαφορά ότι η συνοχή ενός μυθιστορήματος δεν είναι ούτε λογική, ούτε ιδεολογική· είναι, το είπα μόλις, αισθητική. Πράγμα που μας ξαναγυρίζει, ακόμα μια φορά, στη μορφή.
Τι είναι, πράγματι, σε τελική ανάλυση, η μορφή, αν όχι η ολότητα του μυθιστορήματος όπου, πέρα από τις τεχνικές ατέλειες ή και ξεκινώντας από αυτές, όλα τα μέρη αποκρίνονται το ένα στο άλλο, φωτίζονται και βαθαίνουν αμοιβαία μέσα σ’ ένα έργο που παράγει νόημα: νόημα ταυτόχρονα πλήρες και τελειωμένο στο εσωτερικό του κειμένου, αφού κανείς πια δεν μπορεί να αλλάξει τις λέξεις που το θεμελιώνουν, και απέραντα ανοιχτό και ημιτελές, όσον αφορά στην πρόσληψή του από τους διαδοχικούς αναγνώστες. Ή ακόμα: τι είναι η μορφή αν όχι το «παρών» του μυθιστορήματος, η πραγματική του παρουσία, σύμφωνα με την έκφραση του Τζωρτζ Στάινερ: η ζωντανή ενότητα που συλλαμβάνουμε διαβάζοντάς το και η παρουσία του που μένει μέσα μας όταν έχουμε τελειώσει την ανάγνωση, όπως μένει παρόν μέσα μας ένα αγαπημένο πρόσωπο που απουσιάζει. Παρομοίωση, πιστεύω, γόνιμη. Όπως ένα πρόσωπο μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε, αρχικά με τις αισθήσεις μας, τη ζωντανή, ανείπωτη και απέραντα μυστηριώδη ολότητα ενός ανθρώπινου πλάσματος, πέρα από τη βιογραφία του ή από τις ιδέες του (άλλωστε, στα ελληνικά, πρόσωπο σημαίνει συγχρόνως την όψη και την προσωπικότητα του ανθρώπου), έτσι και η μορφή του μυθιστορηματικού ή καλλιτεχνικού έργου μας επιτρέπει να εισχωρήσουμε μέσα στο άγνωστο σύμπαν που κρύβεται μέσα της, αλλά και μέσα μας: σ’ αυτό το μυστήριο που καλεί τον καθένα από εμάς να το αποκρυπτογραφήσουμε – καθένας με τον δικό του εντελώς προσωπικό τρόπο. Μυστήριο, επομένως, μιας συνάντησης δύο ή περισσότερων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των μυθιστορηματικών, και μιας απάντησης του καθενός στο άλλο (κι εδώ πώς να μη θυμηθώ ότι, στα ελληνικά, απαντώ σημαίνει συνάμα αποκρίνομαι και συναντώ😉 Και τι είναι, ιδωμένη από αυτή την οπτική γωνία, η μορφή, αν όχι η προκαταβολική αποκρυστάλλωση, μέσα στο ίδιο το σώμα του έργου, αυτής της πολλαπλής συνάντησης, που ανανεώνεται ακατάπαυστα σε κάθε καινούργια ανάγνωση: συνάντησης του συγγραφέα με τα πρόσωπά του και τους αναγνώστες του, και όλων μαζί με τον κόσμο, παρελθόντα, παρόντα και μελλούμενο· με τους νεκρούς και με ό,τι μένει ζωντανό από την παράδοση, αλλά και με ανθρώπους που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί… Καινούργια προσέγγιση της μορφής που αποκαλύπτει ότι η αισθητική συνοχή ή, αν προτιμάτε, το αισθητικό «σύστημα» του μυθιστορήματος είναι, αχώριστα, ένα ηθικό σύστημα: μια έκφραση της ανθρώπινης αλληλεγγύης.
Τελικά, αυτό ακριβώς δεν είναι το περιεχόμενο, αν μπορώ να πω, της μορφής: η συνάντησή μας με το αβυθομέτρητο, ανεξάντλητο και πάντα αινιγματικό σύμπαν της ανθρώπινης ύπαρξης;
* * *
Συμπεραίνω:
Άραγε αληθεύει πως η συνάντηση της φιλοσοφίας με το μυθιστόρημα δεν έγινε; Δεν έχει ήδη γίνει, όσο μπορούσε να γίνει, μέσα στα πλαίσια του χωρισμού ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και τη θεωρητική σκέψη που είναι εκείνα της εποχής μας; Γιατί, το ξέρουμε, η χαμένη ενότητα του ανθρώπινου πνεύματος –αν υποτεθεί ότι υπήρξε κάποτε– δεν μέλλει να ξαναβρεθεί.
Ωστόσο, το μυθιστόρημα δεν έπαψε να φιλοσοφεί, από την εποχή του ιδρυτικού έργου ενός Ραμπελαί έως τον Προυστ, τον Μούζιλ και τον Χέρμαν Μπροχ, προς μέγα όφελος των φιλοσόφων. Και δεν βλέπω γιατί αυτή η συνομιλία δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί.
Ναι, νομίζω, πως η συνάντηση έγινε – τουλάχιστον στον χώρο του μυθιστορήματος. Αλλά στον χώρο της φιλοσοφίας; Μου είναι αδύνατο να απαντήσω. Αναρωτιέμαι αν ορισμένες παρατηρήσεις μου σχετικά με τη μυθιστορηματική μορφή δεν θα μπορούσαν να ισχύουν για συγκεκριμένα φιλοσοφικά έργα. Γι’ αυτό, δεν τολμώ να μιλήσω για καλλιτεχνική αναπηρία της φιλοσοφίας· τουλάχιστον όχι προτού αναγνωρίσω τη δική μου φιλοσοφική αναπηρία ως καλλιτέχνη
*Ανακοίνωση στη γαλλόφωνη 11η Διεθνή Συνάντηση του περιοδικού L’ Atelier du Roman, που έγινε στο Ναύπλιο στις 3 και 4 Οκτωβρίου 2009 με θέμα «Μυθιστόρημα και φιλοσοφία: η συνάντηση που δεν έγινε». Η ελληνική μετάφραση έγινε από τον συγγραφέα.
πηγή: Aντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στα “Θέματα Λογοτεχνίας” τεύχος 44 – 2010, εκδ. Γκοβόστη