Θα µιλήσω για τη γλώσσα, αυτό το θεµέλιο κάθε κοινού ανθρώπινου βίου. Για εµάς τους Έλληνες –όπως και για κάθε λαό του κόσµου– η γλώσσα είναι ο τόπος της ψυχής µας (ναι, ό,τι κι αν λένε, πιστεύω ότι αυτό που ονοµάζουµε «ψυχή» είναι κάτι υπαρκτό). Αλλά µήπως και ο τόπος δεν είναι γλώσσα; Αυτός πρώτος δεν «µίλησε» στους ανθρώπους που τον κατοίκησαν και πρωτοµίλησαν ελληνικά; Από πού ξεφύτρωσε το πρώτο σπέρµα ελληνικού λόγου, αν όχι από τον πρωταρχικό, βουβό διάλογό τους µε τη φύση – την πρωτάκουστη µουσική µιας φύσης που την είπαν ύστερα «ελληνική»; (Γιατί –θα το δούµε και πιο κάτω– αν ετυµολογικά η λέξη λόγος αποτελεί τη ρίζα του δια-λόγου, στην ιστορική ζωή µόνο ο διάλογος µπόρεσε κάποτε να γεννήσει λόγο, εφόσον η ίδια η γλώσσα είναι κατ’ ανάγκην έργο όχι ενός ατόµου, αλλά µιας κοινωνίας ανθρώπων.) Από αυτή τη διαλογική σχέση πήγασαν, υποθέτω, όλοι οι θεοί και οι ηµίθεοι των αρχαίων, οι µύθοι, οι τελετουργίες κι ακόµα πιο πριν η γλώσσα, µε την οποία αρθρώθηκαν και πήραν µορφή όλα τούτα. Αυτή είναι η πιο βαθιά µας Ιστορία, κάτω από την επιφάνεια των κοσµοϊστορικών, καθώς λένε, γεγονότων που µας σηµάδεψαν ανά τους αιώνες –των εισβολών, των κατακτήσεων, των πολέµων, των πληθυσµιακών µετακινήσεων, των καθεστωτικών µεταβολών, των ανατροπών που δοκίµασαν τη θρησκευτική µας πίστη–, µια Ιστορία η οποία, ξεκινώντας από τα υπαρξιακά ερωτήµατα που οι άνθρωποι αυτού του τόπου βάλθηκαν να απευθύνουν στην αµίλητη, άφθαρτη, αιώνια παρουσία του φωτός, της θάλασσας, του ουρανού και των ορέων, κρυσταλλώθηκε λίγο λίγο σε τούτη τη συγκεκριµένη γλώσσα… Ξέρω, µιλάω «µυθικά» και σίγουρα όχι «επιστηµονικά». Όµως ποιος είπε ότι η µυθική σκέψη δεν έχει ακόµα να διδάξει κάτι θεµελιακό σε όλους µας; Διαφορετικά η ποίηση και η τέχνη, που βυθίζουν τις ρίζες τους στον µύθο, δεν θα είχαν τίποτε να µας δώσουν.
Μιλάµε αίφνης, εδώ και χιλιάδες χρόνια, για φως – από µια στιγµή και πέρα και για αιώνιο ή ανέσπερο φως. Άραγε ο πλατωνικός λόγος, αλλά και η ελληνική Καινή Διαθήκη θα µπορούσαν να συλλάβουν και να ονοµάσουν έτσι αυτή τη µεταφυσική έννοια, αν οι άνθρωποι που µίλησαν ελληνικά (και πρώτος ο Πλάτων, για τον οποίο το αισθητό φως δεν ήταν παρά µια αχνή εξεικόνιση του υπερβατικού κόσµου των Ιδεών και του Αγαθού) δεν είχαν από τα νηπιακά τους χρόνια αντικρίσει και χαρεί µε τις αισθήσεις τους το φυσικό φως αυτού του τόπου; «Αυτό το φως είναι ο ακατάπαυστος γάµος του πνεύµατος µε τον κόσµο», γράφει στο δοκίµιο Griechenland [Ελλάδα] ο Χούγκο φον Χόφµαννσταλ· και ακόµα: «Κάτω από αυτό το φως το πνευµατικό είναι πράγµατι πιο σωµατικό και το σωµατικό πιο πνευµατικό απ’ όσο οπουδήποτε στον κόσµο». Φως αληθινό, αν όντως αλήθεια σηµαίνει µη λήθη (τι άλλο είναι το φως, παρά το δώρο που σε κάνει ικανό να διαπεράσεις το σκοτάδι της άγνοιας και της λησµονιάς και να δεις αυτό που υπάρχει στον χώρο και στον χρόνο;), άρα και θεϊκό, αφού ο Θεός είναι επίσης –για τους πιστούς– η αλήθεια. (Θυµηθείτε: «Εἴδοµεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», ψάλλει το εκκλησίασµα µετά τη µετάληψη· και το χριστιανικό «Πιστεύω» βεβαιώνει: «Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ».) Φως άφθαρτο και αιώνιο, αφού, τουλάχιστον για εµάς τους φθαρτούς και θνητούς ανθρώπους, άφθαρτη, αιώνια και αθάνατη µπορεί να είναι µόνο η υπερβατική θεότητα (ή εκείνη που ενοικεί στη Φύση). «Φῶς ποὺ πατεῖ χαρούµενο τὸν Ἅδη καὶ τὸ Χάρο», γράφει ο Σολωµός. Αλλά και φως πάντα νέο, κάθε φορά που ξηµερώνει και κάθε στιγµή της µέρας, καθώς εισδύει ως τις πιο λεπτές ίνες του µατιού και του κορµιού µας, διδάσκοντας αχώριστα την ακατάπαυστη ανανέωση και τη γήινη, εγκόσµια αθανασία µιας υπερατοµικής ζωής, της οποίας δεν είµαστε παρά οι πρόσκαιροι φορείς. «Ἥλιος νέος ἐφ’ ἡµέρῃ», λέει ο Ηράκλειτος.
Ιδού πώς η γλώσσα –ο τόπος της γλώσσας– µπορεί να συνδέει σε µία λέξη διαφορετικές ή και αντίθετες φιλοσοφικές και θεολογικές παραδόσεις. Όταν, για παράδειγµα, ο Πλάτων αναρωτιέται «τίνα τρόπον οἱ τοιοῦτοι [οἳ περὶ τούτων φρονιµώτατοι δι’ ὧν ἄριστα ἡ πόλις οἰκεῖται] ἐγγενήσονται, καὶ πῶς τις ἀνάξει αὐτοὺς εἰς φῶς, ὥσπερ ἐξ Ἄϊδου λέγονται δή τινες εἰς θεοὺς ἀνελθεῖν;»
(Πολιτεία, 521, c 1-3· υπογραµµίζω), εγώ τουλάχιστον έχω την αίσθηση ότι µας χαρίζει µια προεικόνιση της ανάστασης ή της ανάληψης του Χριστού. Τι άλλο είναι τούτη η ανάβασις «εἰς φῶς» (που αντιστρέφει εκ προοιµίου την «εἰς Ἅδου κάθοδον»): φως νοητό, µα που προϋποθέτει αναγκαία το αισθητό· φως πάντα νέο, που θρέφει την ελληνική γλώσσα µε εγκόσµιες και υπερκόσµιες ιδέες, όπως το ψυχανεµίζονται αυθόρµητα οι απλοί χριστιανοί του τόπου µας όταν γιορτάζουν, µαζί µε την ανάσταση του Χριστού, την ανάσταση της φύσης, της ζωής ή και του γένους των Ελλήνων. Μια υπόθεση ρίχνω στο χαρτί· ας την κρίνουν οι επαΐοντες.
1 «… µὲ ποιὸν τρόπο θὰ ἀποκτήσουµε τέτοιους ἀνθρώπους [ἐκείνους ποὺ ἔχουν στοχαστεῖ ὅσο κανένας ἄλλος µὲ ποιὰ µέτρα κυβερνιέται καλύτερα ἡ πολιτεία] καὶ πῶς θὰ τοὺς ἀνεβάσει κανεὶς στὸ φῶς, ἀκριβῶς ὅπως λέγεται γιὰ κάποιους ὅτι ἀνέβηκαν ἀπὸ τὸν Ἅδη στοὺς θεούς;» (µτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος).
Απόσπασμα από το υπό έκδοση, βιβλίο του ”Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου” εκδ. Πατάκη.