Κιβωτός αυτογνωσίας

SpatharisSITE

Η οικογένεια Σπαθάρη με φόντο τον μπερντέ του Καραγκιόζη. Από αριστερά, ο Ευγένιος Σπαθάρης, η μητέρα του Τριανταφυλλιά και ο πατέρας του, ο Σωτήρης Σπαθάρης. Στα πόδια της γιαγιάς του, ο μικρός Σωτήρης.
Αρχείο οικογένειας Σπαθάρη
Η οικογένεια Σπαθάρη με φόντο τον μπερντέ του Καραγκιόζη. Από αριστερά, ο Ευγένιος Σπαθάρης, η μητέρα του Τριανταφυλλιά και ο πατέρας του, ο Σωτήρης Σπαθάρης. Στα πόδια της γιαγιάς του, ο μικρός Σωτήρης.
Σωτήρης Σπαθάρης, Τα απομνημονεύματά μου, εισαγωγή, επιμέλεια, επεξηγηματικά σχόλια: Γιάννης Κόκκωνας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα 2020, 710 σελ.

Αυτός ο άνθρωπος έχει ταυτίσει τόσο συγκλονιστικά όλη τη ζωή του με την τέχνη του Καραγκιόζη –χωρίς την οποία, λέει, θα πέθαινε– που καταφέρνει να ξεπεράσει τα μύρια καθημερινά του βάσανα, αντλώντας δύναμη από τη σωτήρια χαρά της δημιουργίας.

Η νέα πλήρης έκδοση των Απομνημονευμάτων του Σωτήρη Σπαθάρη, που φέρνει για πρώτη φορά στο φως το μεγαλύτερο μέρος των χαμένων χειρογράφων αυτού του θρυλικού πια καραγκιοζοπαίχτη, συνιστά εκδοτικό γεγονός. Πρώτα πρώτα, χάρη στην καλαισθησία, την εξαιρετική τυπογραφική τέχνη, την πλούσια και διαφωτιστική εικονογράφηση και την υποδειγματική επιμέλεια του Γιάννη Κόκκωνα. Ένας τόμος κόσμημα που χαίρεσαι να τον κρατάς και να τον ξεφυλλίζεις. Οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης αξίζουν τα θερμότερα συγχαρητήρια γι’ αυτό το επίτευγμα.

Έπειτα, τούτη η έκδοση είναι ένας φιλολογικός άθλος που περιέργως τον χρωστάμε στην τύχη – για «ανέλπιστο και υπέροχο δώρο της τύχης» μιλάει ο επιμελητής: την ανακάλυψη των δύο διαδοχικών αυτογράφων των Απομνημονευμάτων, όπως πρωτογράφτηκαν στα 1944 και ξαναγράφτηκαν σε πολύ εκτενέστερη μορφή στα 1950-1955. Αυτά ξετρύπωσε ο Γιάννης Κόκκωνας, περιδιαβάζοντας μια μέρα του 2013 στο κυριακάτικο παζάρι της Ιεράς Οδού και τα αγόρασε από έναν ρακοσυλλέκτη που τα είχε κι εκείνος βρει τυχαία ένα βράδυ δίπλα σε δυο κάδους ανακύκλωσης στην περιοχή της οδού Αχαρνών. Όχι, δεν πρόκειται για μυθιστόρημα. Σίγουρα, όμως, αυτή η εκπληκτική ανακάλυψη έγινε η αφετηρία μιας μυθιστορηματικής περιπέτειας. Αυτή οιστρηλάτησε το ερευνητικό και συγγραφικό μεράκι του επιμελητή οδηγώντας τον σε νέες αναζητήσεις και σε νέα ευρήματα, στη συνάντησή του με τους απογόνους του Λάμπη Χρονόπουλου, δεύτερου επιμελητή των –αδημοσίευτων ώς τώρα– χειρογράφων και του ίδιου του Σωτήρη Σπαθάρη ώσπου να ολοκληρώσει το βιβλίο που μας προσφέρει σήμερα. Αλλά για να φτάσει εδώ χρειάστηκε πολύχρονη έρευνα και απίστευτος μόχθος. Αυτή τη συναρπαστική περιπέτεια ανιστορεί ο Γιάννης Κόκκωνας στην εκτενή εισαγωγή του βιβλίου. Αλλά δεν κάνει μόνο αυτό: μας δίνει και την πληρέστερη δυνατή βιογραφία του Σωτήρη Σπαθάρη, στηριγμένη σε ενδελεχή αρχειακή μελέτη από την οποία μαθαίνουμε άγνωστες και πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές της ζωής του. Και αχώριστα αφηγείται διεξοδικά την άλλη μικρή οδύσσεια που αντιπροσωπεύει η συγγραφή των Απομνημονευμάτων ως ιδιόρρυθμου έργου εν προόδω, αφού, όπως είπα, ο Σπαθάρης γράφει και ξαναγράφει διαφορετικά το ίδιο πάντα κείμενο. Αφήνω κατά μέρος τα ερμηνευτικά σχόλια, το γλωσσάρι, το ευρετήριο. Ένα έργο παραδειγματικό.

Διαμάντι «λαϊκής» γραφής

Φτάνω στο μεδούλι – τη γραφή του Σωτήρη Σπαθάρη. Γνωρίζαμε ασφαλώς, χάρη στην προηγούμενη, γλωσσικά «πειραγμένη» και κάμποσο λογοκριμένη έκδοση των Απομνημονευμάτων, ότι είχαμε να κάνουμε μ’ ένα διαμάντι «λαϊκής» γραφής, αντάξιο του μακρυγιαννικού – και όχι μόνο. (Ιδού ένα χαρακτηριστικό, θαρρώ, νεοελληνικό οξύμωρο: η κατά καιρούς ανάδυση σ’ αυτόν τον τόπο αγράμματων… συγγραφέων!) Όμως η σημερινή μνημειώδης έκδοση (που θα συμπληρωθεί με τα γραπτά του Σπαθάρη για την τέχνη του Καραγκιόζη) κομίζει κάτι ουσιαστικά νέο: την καταγραφή ενός πολύπτυχου βιωματικού έπους-τοιχογραφίας, το οποίο, παρά τις κουραστικές ενίοτε επαναλήψεις (σύνηθες τίμημα κάθε έργου εν προόδου), έχει ως κεντρική πτυχή μιαν ολοζώντανη αυτοπροσωπογραφία. Εδώ βλέπουμε μπροστά μας ολόκληρο τον άνθρωπο και, αχώριστα, τον γνήσιο λαϊκό καλλιτέχνη-«συγγραφέα»: ένα φιλότιμο και χαρισματικό άτομο, με τα καλά και τα κουσούρια του, γεννημένο και μεγαλωμένο μέσα στη φτώχεια, που γίνεται ξάφνου διάσημο χάρη στο θαυμασμό ενός Τσαρούχη κι ενός Σικελιανού, χαίρεται σαν παιδί για την υποστήριξή τους, θαμπώνεται από τις επιτυχίες του στην «υψηλή κοινωνία» και στα ξένα ινστιτούτα, ξιπάζεται, περιαυτολογεί (τι πιο φυσικό από τη μεριά ενός καταφρονεμένου θεράποντα μιας περιφρονημένης τέχνης;) και ξαναβυθίζεται στη βαριά του φτώχεια. Αδιάφορο: αυτός ο άνθρωπος έχει ταυτίσει τόσο συγκλονιστικά όλη τη ζωή του με την τέχνη του Καραγκιόζη –χωρίς την οποία, λέει, θα πέθαινε– που καταφέρνει να ξεπεράσει τα μύρια καθημερινά του βάσανα, αντλώντας δύναμη από τη σωτήρια χαρά της δημιουργίας. Κι αυτό είναι, πιστεύω, ένα δώρο που χαρίζεται μόνο στον αληθινό καλλιτέχνη, «λαϊκό» ή «λόγιο», «μικρό» ή «μεγάλο», αφού, στην πιο βαθιά ουσία της, η τέχνη είναι μία: το ολοκληρωτικό δόσιμο του ανθρώπου σ’ ένα έργο που υπερβαίνει το άτομό του.

Γι’ αυτό, άλλωστε, μια τέτοια αυτοπροσωπογραφία δεν μπορούσε να είναι μόνο ατομική: μέσ’ από τη βασανισμένη ζωή του Σωτήρη Σπαθάρη διακρίνουμε τον χαρακτηριστικό ανθρώπινο τύπο του καραγκιοζοπαίχτη της εποχής του και, παραπέρα, το ομαδικό πορτραίτο της συντεχνίας, με τις αντιζηλίες, τους ανταγωνισμούς και τις ανθρώπινες αντιφάσεις της που την κάνουν να ταλαντεύεται ανάμεσα στο φθόνο και στο θαυμασμό για τον συνάδελφο, ανάμεσα στην ταπεινή μικροψυχία και την απρόσμενη γενναιοδωρία. Και ακόμα παραπέρα, μια τοιχογραφία της ζωής των λαϊκών τάξεων στην Αθήνα και την Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και των σχέσεων που αυτές οι τάξεις συνάπτουν με κάθε λογής ανθρώπους της νεοελληνικής κοινωνίας: εργολάβους, ξενοδόχους, θεατρώνες, μεγαλοδικηγόρους, καθηγητές πανεπιστημίου, στρατηγούς… Αυτή η εικόνα συμβάλλει στην προσπάθεια συλλογικής αυτογνωσίας που μας είναι πάντα αναγκαία.

Συνοψίζω. Μ’ αυτή την έκδοση, η σημερινή τεχνολογία ανασταίνει στη βέλτιστη μορφή την παλιά χειρωνακτική παράδοση της καλής τυπογραφίας. Και η επιστημοσύνη καταξιώνει έναν προφορικό πολιτισμό κι ένα λαϊκό ήθος που έχουν εκλείψει, μα συνεχίζουν να είναι η πολύτιμη μαγιά της κοινής μας ύπαρξης. Τι καλύτερο θα μπορούσε να είναι ένας νεοελληνικός «εκσυγχρονισμός»; Τούτο το βιβλίο δείχνει κάποιο δρόμο.

Παρασκευή, 17 Δεκεμβρίου 2021 07:20

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *