Για τον Γιάννη Κιουρτσάκη και τον Λάκη Παπαστάθη – Ανθούλα Δανιήλ

ton_kairo_tvn_ellhnvn_1021

Γιάννης Κιουρτσάκης, Ο Νεοελληνικός Διχασμός και το Μυστήριο της Τέχνης. Ξαναβλέποντας δύο ταινίες του Λάκη Παπαστάθη, Πατάκη, Αθήνα 2014.

Δύο ταινίες του Λάκη Παπαστάθη ‒Τον Καιρό των Ελλήνων (1981) και Θεόφιλος (1987)‒ στάθηκαν η αφορμή για το βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη Ο Νεοελληνικός Διχασμός και το Μυστήριο της Τέχνης, στο οποίο ο γνωστός διανοητής επανέρχεται στο θέμα της ελληνικής ταυτότητας, που είναι γνωστό από το ήδη πλούσιο έργο του. Η «Ελληνικότητα» είναι όρος που επινοήθηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου (κατ’ αναλογίαν του Italianità, Hispanidad) και ο οποίος, αδρομερώς, αφορούσε μια κίνηση για την αναζήτηση και ανάδειξη της ελληνικής ψυχής, μέσα από έργα λαϊκά, όπως ήταν τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη και η ζωγραφική του Θεόφιλου. Ωστόσο, η «κίνηση» αυτή σχολιάστηκε από πολλούς αρνητικά και ηθελημένα διαστρεβλωτικά, παραμένοντας, εν μέρει, θολό τοπίο και ιδεοληψία.

Πολλές οι ενστάσεις και πολλοί οι ενιστάμενοι που , κραδαίνοντας κάποιον τίτλο, ξεσπάθωσαν για να αποκαθηλώσουν αξίες, τις οποίες ούτε μπορούν να αγγίξουν ούτε να προσεγγίσουν, προβάλλονται όμως όταν η ένστασή τους γίνεται εναντίον της γενιάς του τριάντα. Ένσταση, ο Μακρυγιάννης ετούτο ή ο Θεόφιλος εκείνο…. γιατί πρέπει να ακούμε τι είπε ο Σεφέρης ή ο Ελύτης; Ο καθείς και η ένστασή του. Άλλωστε είναι γνωστό τοις πάσι ότι είναι ευκολότερο να γκρεμίζεις παρά να χτίζεις.

Η ουσία του θέματος του βιβλίου και η πραγμάτευσή της είναι τέτοια και γίνεται έτσι, ώστε να θυμίσει ότι καθένας από τη σκοπιά του, ποιητές, καλλιτέχνες, στοχαστές έσκυψαν πάνω στη μοίρα αυτού του λαού για να δουν την ψυχή του.

 

Στο βιβλίο του ο Κιουρτσάκης, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και τα δύο DVD των ταινιών του Παπαστάθη, μελετά την νεοελληνική ψυχή, τον διχασμό του Νεοέλληνα, και το μυστήριο της τέχνης. Τα κινηματογραφικά έργα λειτουργούν συμπληρωματικά για τον αναγνώστη-θεατή και το ενδιαφέρον είναι ότι η επεξεργασία τους φωτίζει καλά τα σκοτεινά σημεία, μεταβάλλοντας τον αναγνώστη σε θεατή και τον θεατή σε αναγνώστη, για να επισημάνει εκείνο που του είχε διαφύγει και που ένα επαρκές μάτι επεσήμανε και μας το παρουσιάζει. Ο Κιουρτσάκης διευκρινίζει εξ αρχής ότι ο Παπαστάθης είναι μεν φίλος, όμως σε πολλά διαφωνεί μαζί του. Ωστόσο, τους ενώνει «ο κοινός πνευματικός πυρήνας που, μέσα από την εμπειρία και την επίγνωση της ετερότητας», ο ένας ανακαλύπτει καθ’ οδόν στο έργο του άλλου. Οι ταινίες του Παπαστάθη, δηλαδή, έδειξαν στον Κιουρτσάκη έναν νέο τρόπο για να μελετήσει δύο «αβυθομέτρητα υπαρξιακά μυστήρια που στοιχειώνουν ολόκληρη την λογοτεχνική δουλειά» του· την ταυτότητα του Νεοέλληνα και το μυστήριο της τέχνης που είναι συνυφασμένο με τη μοίρα του Νέου Ελληνισμού.

Ο Κιουρτσάκης είδε και ξαναείδε τις ταινίες∙ τις «διάβασε» πάλι και πάλι∙ «συνομίλησε» μαζί τους∙ άφησε τον καιρό να ωριμάσει και τώρα καταστάλαξε σ’ αυτό το βιβλίο. Κινηματογραφικό ποιητικό δοκίμιο και καλλιτεχνικό στοχασμό πάνω στον διχασμό του νεοελληνικού κόσμου θεωρεί την ταινία Τον καιρό των Ελλήνων.

Υπόθεση. Ληστές εισβάλλουν σε σπίτι αστού, εν ώρα γιορτής και εθνικού ενθουσιασμού, απάγουν τον αστό και ζητούν λύτρα. Αυτός είναι ο σκελετός της ταινίας (το «ψαροκόκαλο» θα έλεγε ο Ελύτης, σαν να μας εφιστά την προσοχή σ’ αυτό που είναι η απαρχή του σώματος). Σε σύντομη περίληψη θα οριοθετήσει το «αστικό» και το «λαϊκό» περιβάλλον, θα δείξει πού πάσχει το ένα και πού υπερτερεί το άλλο. Θα δει το δίκιο της κάθε πλευράς, θα μαθητεύσει ο αστός πλάι στον ληστή και ο ληστής πλάι στον αστό, και οι δύο θα μετακινηθούν από τις προηγούμενες θέσεις τους. Ο αστός, στον καιρό της ομηρίας του, θα συναισθανθεί ότι το θεμέλιο του τόπου του βρίσκεται στα βουνά («Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους»).

Η ταινία εξελίσσεται μέσα παραδοξότητες. Αρχικά προβάλλονται αποσπάσματα από την ασπρόμαυρη ταινία του Αχιλλέα Μαδρά Μαρία η Πενταγιώτισσα, του 1928. Και η πρώτη παραδοξότητα είναι η εντολή του σκηνοθέτη «να δοξαστεί η αφέλεια». Δηλαδή; Η αφελής εποχή του ελληνικού κινηματογράφου; Να φανεί η αλληλεγγύη του νέου σκηνοθέτη προς τον παλιό: «Αχιλλέα, στο τέλος θα συναντηθούμε». Μήπως εδώ υποκρύπτεται ο θλιβερός αλλά αναγκαίος συμβιβασμός του τέλους της ταινίας;

2η παραδοξότητα: μήπως υποφώσκει ειρωνική απόσταση και υπόγεια συμπάθεια για την επίσημη ιστορία; Οι αστοί δεν νιώθουν και αυτοί αγάπη για την πατρίδα τους; Οι απαγγελίες, τα εθνικά τραγούδια στο πιάνο, οι εθνικές στολές και όλα είναι απλώς μια σκηνοθεσία; Ο αρχιληστής αργοπορεί μέσα στο σαλόνι, κοιτάζει το παιδί που απαγγέλλει πατριωτικά… !!! Μήπως από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια; Μήπως ο μικρός υπονομεύει το απόλυτο της άποψής του ή ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του; Αν είναι απόλυτα σίγουρος ο ληστής γιατί συμβιβάζεται στο τέλος; Από απελπισία στο αδιέξοδο του αγώνα; Από ανάγκη σαν πιο γέρος, άρα και πεπειραμένος, να δείξει τον συμβιβασμό ως μόνο δρόμο για την επιβίωση; Η ταινία δεν έχει ευκολίες, τα πλάνα είναι αργά, τα λόγια λίγα.

 

Πρόκειται για μια λόγια κινηματογραφική δημιουργία, η οποία αντλεί το υλικό της «από όλες τις πηγές της νεοελληνικής παιδείας… που κουβαλάει μέσα του ο “ελληνοκεντρικός” Λάκης Παπαστάθης». Και τον προσδιορισμό αυτόν ο Κιουρτσάκης τον τεκμηριώνει με τις λαϊκές ζωγραφιές που λειτουργούν ως φόντο στο αστικό σπίτι, τα λαϊκά αναγνώσματα αλλά και τους συγγραφείς από τους οποίους ο ίδιος διδάχτηκε και μας διδάσκει. Οπότε, ο Παπαστάθης είναι και «ο πιο λογοτεχνικός», ο «πιο λόγιος κινηματογραφιστής», που στο αφομοιωμένο «ανοίκειο» σύμπαν του έχουν συγχωνευτεί και τα αστικά και τα λαϊκά στοιχεία. Και όλα αυτά δοσμένα σε μια κινηματογραφική φόρμα νεωτερική αλλά και μοναδικά προσωπική.

Ο σκηνοθέτης θέλει ανοιχτόμυαλους και ανοιχτόψυχους τους ήρωές του. Θέλει ο καθένας από του δύο να δει την άποψη του άλλου και από την προσέγγισή τους να προκύψει η εθνική ταυτότητα (βλέπω εδώ τη φράση του Κιουρτσάκη που ανέφερα πιο πάνω: «ο ένας ανακαλύπτει καθ’ οδόν, το έργο του άλλου»), ταυτότητα στηριγμένη στη συνέχεια του Έθνους που θα είναι όπλο εναντίον των καραδοκούντων Φαλμεράγερ. Ο αστός ζητάει να συνθέσει το ελληνικό στοιχείο με τη δυτική παιδεία και τη λαϊκή κληρονομιά, καθαρισμένη από βαρβαρότητες. Η μία όψη του νομίσματος∙ και παρέδωσε τα λύτρα, σαν να περπάτησε το δρόμο που του ζήτησε ο ληστής. Η άλλη είναι ο βασανισμένος στα βουνά καπετάνιος που πρέπει κι εκείνος να αποδεχτεί την αλλαγή που έχει συμβεί. Θα την αποφασίσει και, ως πρόβατο στη σφαγή, θα παραδοθεί, αλλά χωρίς ψυχή, «Λες και παρέδωσε τη μορφή του μονάχα», και έκανε αυτό που του ζήτησε ο αστός.

Συμπέρασμα, ο Νεοελληνικός διχασμός υπάρχει στον Νεοέλληνα ως υπαρξιακός διχασμός, όπως και στους ήρωες της ταινίας και στον σκηνοθέτη της. Η «Ελληνικότητα» έχει ανασκευαστεί αλλά και έχει καταξιωθεί ως ατέρμων αναζήτηση της Ελλάδας. Η εικόνα των φραγκοφορεμένων και των τσολιάδων στο Σούνιο δεν είναι μια φωτογραφία της στιγμής αλλά σύνθεση του ιστορικού και μυθοπλαστικού συμβάντος, διαϊστορική και διαχρονική, το εφήμερο που γίνεται αιωνιότητα.

***

Γιάννης Κιουρτσάκης

Στο δεύτερο δοκίμιο ο Κιουρτσάκης καταθέτει πρώτα πρώτα ότι τα έργα τέχνης δεν μας αποκαλύπτουν ολόκληρο το μυστικό τους, οπότε κάθε νέα ανάγνωση βιβλίου, ποιήματος, ταινίας, μουσικού έργου ή πίνακα είναι μια νέα ματιά. Έτσι και η νέα ανάγνωση της ταινίας Θεόφιλος έχει νέες χορδές ευαισθησίας να αγγίξει. Ο «προσημασμένος αναγνώστης», επισημαίνει ο συγγραφέας, θα βρει στα έργα των άλλων κάτι που εκείνοι δεν είχαν υπόψη τους. Είναι αυτό που έλεγε ο Σεφέρης για τον «επαρκή» αναγνώστη του ποιήματος. Πρόκειται για περίσσευμα νοήματος που θα αναλυθεί με το περίσσευμα της ψυχής, επειδή τα έργα ταξιδεύουν στο χρόνο και πλουτίζουν από τις νέες αναγνώσεις. Κι εδώ θα προσθέσω την άποψη του Κώστα Γεωργουσόπουλου που έλεγε ότι κάθε εποχή χρωστάει τη δική της ανάγνωση της Ορέστειας.

Λάκης Παπαστάθης

Στον Θεόφιλο, ο μελετητής μιλάει για αγιογράφηση/αγιοποίηση του ζωγράφου, σε σημείο να φαίνεται σαν Χριστός που οδηγείται στη θυσία, για ταύτιση του δημιουργού με το δημιούργημα και για γλίστρημα προς ένα «διαρκές ξυπνητό όνειρο». Ο Παπαστάθης μυθοποιεί… τον «μύθο» του ήρωά του. Ο αλαφροΐσκιωτος και ονειροπαρμένος Θεόφιλος που πάει να πολεμήσει στον πόλεμο του 1897 και στη φωτογραφία ζητάει να κρατάει σπαθί. Ακολουθεί η ήττα και η απογοήτευση. Η αγάπη για τη ζωγραφική θα γεννηθεί σ’ ένα αστικό σπίτι, όταν το βλέμμα του θα σταθεί σε έναν πίνακα του Eduard Lear, μια άποψη της Ακρόπολης, και το Καρναβάλι στην Αθήνα του Γύζη. Και η ζωγραφική θα γίνει το εξισορροπιστικό αντίβαρο σ’ αυτή την ήττα. Μια παράσταση του Καραγκιόζη, με θέμα τον Κατσαντώνη και τον βασανισμό του, θα τον συγκλονίσει, και θα μπει στη θέση του ήρωα, θα φορέσει φουστανέλα, που ποτέ πια δεν θα βγάλει, μυημένος πλέον στον ηρωικό μύθο της Ελλάδας. Ο Θεόφιλος ζει μέσα και έξω από την εποχή του, «δεν είναι του κόσμου τούτου». Ένας Δον Κιχώτης, που όπως εκείνος ζει σε μια περασμένη εποχή που είναι η «πατρίδα της ψυχής του».

Εν ολίγοις, ο Θεόφιλος, είναι ένας αγράμματος άνθρωπος που έχει μια ιδιότυπη υπογραφή, όπως ο Μακρυγιάννης ένα ιδιότροπο γράψιμο. Είναι ένας παράξενος που μεταμφιέζεται σε Μέγα Αλέξανδρο, Κατσαντώνη ή Λούη, ζει το δικό τους μύθο (εδώ τον βοήθησε ο πίνακας του Γύζη), και ταυτίζεται με το νόημα της τέχνης του.

Και έρχεται η ώρα του Τεριάντ. Από τη μια ο ζωγράφος και η ψυχή του και από την άλλη ο τεχνοκριτικός και ο πίνακας ως οικονομική αξία, σε μια σχέση έλξης και απώθησης. Τέλος, ο Θεόφιλος, θα πεθάνει, μέσα στο μύθο του, όμως, φορώντας τη λευκή φουστανέλα του.

Το μάθημα της ταινίας είναι αισθητικό και ηθικό, λέει ο Κιουρτσάκης. Η τέχνη είναι μια «εσωτερική οδύσσεια», ριζική μεταμόρφωση αυτού που την υπηρετεί.

Ο αφελής Θεόφιλος τώρα μου θυμίζει εκείνη την εντολή του Παπαστάθη στην πρώτη ταινία του: «να δοξαστεί η αφέλεια».

Η ανάγνωση του βιβλίου του Κιουρτσάκη είναι μελέτη των ταινιών του Λάκη Παπαστάθη. Ο μελετητής μπαίνει στο μύθο του σκηνοθέτη, ο σκηνοθέτης στο μύθο των ηρώων του, μεταμορφώνεται σ’ αυτόν και σε ένα επόμενο επίπεδο είναι ο αναγνώστης που προστίθεται στο παλίμψηστο εμπειρίας και μέθεξης.

Η μελέτη του βιβλίου είναι ανάγνωση σε πολλαπλά επίπεδα. Είναι μυσταγωγία και μάλιστα, τολμώ να πω πως πρώτη φορά το γράψιμο του Γιάννη Κιουρτσάκη, παραμερίζει κάπως τον διανοητή και φέρνει στο προσκήνιο τον καλλιτέχνη, για να συγκινήσει καρδιά και νου σε αξεχώριστη ενότητα χωρίς διχασμό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *