Eκτενής συνομιλία με τον συγγραφέα Γιάννη Κιουρτσάκη με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο του «Το θαύμα και η τραγωδία – Το Εικοσιένα από τον κόσμο του Ομήρου στην παγκόσμια επαρχία» (εκδ. Πατάκη), μια στοχαστική αφήγηση «για τη μοίρα αυτού του τόπου στα διακόσια χρόνια της νεότερης Ιστορίας του: αυτό το αδιάκοπο πήγαιν’ έλα από την αναγέννηση στη κατάρρευση, από το θαύμα στην τραγωδία – που ξεπηδούν κάθε τόσο το ένα από το άλλο».
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Φωτογραφίες: Σίσσυ Μόρφη
Το πρόσφατο βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη μας έδωσε την αφορμή να συνεχίσουμε τη συζήτηση που είχαμε ξεκινήσει πριν από πέντε χρόνια, με αφορμή τότε το λογοτεχνικό του δοκίμιο με τον δηλωτικό τίτλο Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου, μεγάλο μέρος της οποίας αποτυπώθηκε στη συνομιλία που δημοσιεύσαμε τον Ιούνιο του 2015 σε αυτές εδώ τις σελίδες. Διαβάζοντας παράλληλα τις δυο συζητήσεις διαπιστώνουμε πόσο η σκέψη του συνιστά έργο εν προόδω, ένα σύνθετο βιβλίο που γράφεται ξανά και ξανά, ανοίγοντας διαύλους επικοινωνίας με νέα ερεθίσματα, καθώς εμπλουτίζεται από τη ρευστή πραγματικότητα. Ο Γιάννης Κιουρτσάκης, τόσο μέσα από τα έργα του όσο και με τη γενικότερη παρουσία του, μας παρακινεί να δούμε την Ελλάδα με διαφορετικό μάτι, να προσεγγίσουμε τη δυνατότητα μιας σκέψης (και εμπειρίας μαζί) που δονείται μακριά από αγκυλώσεις και προκασκευασμένα θεωρητικά σχήματα (βλ. η «ελληνικότητα» ως παγιωμένη ταυτότητα, από τη μία, ή ένας ανέξοδος κοσμοπολιτισμός ως διαφυγή από τη «δυστυχία του να είσαι Έλληνας», από την άλλη). Και το βιβλίο συνεχίζεται…
Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο; Εννοώντας: πώς εντάσσεται στο ευρύτερο στοχαστικό έργο σας;
kiourtsakis exofΤο θαύμα και η τραγωδία αναδύθηκε αιφνίδια από ένα μεγαλύτερο βιβλίο, που το δουλεύω εδώ και χρόνια και θα κυκλοφορήσει προσεχώς: ένα λογοτεχνικό ψηφιδωτό με στοχασμούς και αφορισμούς για τον σημερινό μας κόσμο – τίτλος του Όταν όλα κρέμονται από μια κλωστή. Βιώνοντας στη μικρή αθηναϊκή μου γειτονιά τη δοκιμασία μιας οικουμενικής πανδημίας που γονατίζει ξανά τη χώρα μας ύστερα από την τελευταία δεινή οικονομική της κρίση, θαύμασα την αντοχή και τη ζωντάνια του λαού μας που τόσοι πολλοί τόσα πολλά του καταμαρτυρούν. Συλλογίστηκα τη μοίρα αυτού του τόπου στα διακόσια χρόνια της νεότερης Ιστορίας του: αυτό το αδιάκοπο πήγαιν’ έλα από την αναγέννηση στη κατάρρευση, από το θαύμα στην τραγωδία – που ξεπηδούν κάθε τόσο το ένα από το άλλο. Έξαφνα η Ελλάδα φανερώθηκε στα μάτια μου μια χώρα συνάμα παμπάλαια και ελευσόμενη εσαεί: μια διαρκής υπόσχεση συλλογικής δημιουργίας, που δεν έχει καταφέρει παρά ελάχιστα να τηρηθεί, αλλά μένει πάντα να εκπληρωθεί σ’ ένα απροσδιόριστο μέλλον που φωλιάζει βαθιά μέσα στο παρελθόν. Αυτή η άσβεστη προσδοκία γέννησε μέσα μου μιαν αλλόκοτη αγαλλίαση: μια αχτίδα φωτός σ’ ένα όλο και πιο ζοφερό παγκόσμιο περιβάλλον· μια πνοή ανθρωπιάς σ’ έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο απάνθρωπος, σήμερα όπου η νεωτερικότητα ζει την πιο βαθιά, θαρρώ, ανθρωπολογική της κρίση. Εννοείται ότι μια τέτοια προσδοκία δεν απαντά μόνο στην Ελλάδα· φωλιάζει στην καρδιά κάθε λαού και κάθε ζωντανού ανθρώπου.
Αυτό το μύχιο συναίσθημα δοκιμάζω να τεκμηριώσω όσο μπορώ πιο στοχαστικά σε τούτο το δοκίμιο, λιγότερο με τις όποιες ιστορικές μου γνώσεις και περισσότερο με την ιδιόμορφη γνώση που χαρίζει η λογοτεχνία. Μολονότι προσπαθώ να είμαι όσο γίνεται αντικειμενικός, δεν διεκδικώ την αντικειμενική αλήθεια: το βιβλίο είναι μια σειρά υποθέσεων που γυρεύουν να συζητηθούν, να ελεγχθούν, να συμπληρωθούν, να αμφισβητηθούν ή και να αναιρεθούν. Με πρώτη και καλύτερη ετούτη: Μήπως αξίζει να πάρουμε στα σοβαρά τον χιουμοριστικό λόγο του Βασίλη Παπαβασιλείου πώς «τα διακόσια πρώτα χρόνια είναι δύσκολα»;
Μια φράση του ιστορικού Σπύρου Ασδραχά, «Οι ήρωες του 1821 βάλθηκαν να γκρεμίσουν τον μοναδικό κόσμο στον οποίο θα μπορούσαν να υπάρξουν», μοιάζει να κυκλώνει με έναν ποιητικό τρόπο το πρόβλημα του διχασμού που ταλανίζει την ψυχή του νεοέλληνα σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη της επανάστασης. Πώς την κατανοείτε εσείς;
Στην φράση αυτή του Ασδραχά διαφαίνεται ο τραγικός πυρήνας που φωλιάζει στο θαύμα του Εικοσιένα: από τη μια, οι αγωνιστές παλεύουν να γκρεμίσουν το οθωμανικό καθεστώς, ποθώντας κάποια θρησκευτική, πολιτική και εθνική χειραφέτηση. Από την άλλη, αυτός είναι ο μόνος κόσμος που γνωρίζουν· μ’ αυτόν έχουν ζυμωθεί οι συμπεριφορές, οι νοοτροπίες, οι αντιλήψεις τους, με μια λέξη η κουλτούρα τους. Ενώ η Ευρώπη την οποία φιλοδοξούν να «φτάσουν» τους είναι στο βάθος άγνωστη. Κι ακόμα πιο άγνωστο το συγκεντρωτικό εθνικό κράτος στο οποίο υποχρεώνονται, θέλουν δεν θέλουν, να ενταχθούν. Είναι μοιραίο να νιώθουν αδικαίωτοι και προδομένοι και στα χρόνια της βαυαροκρατίας και σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Σίγουρα ο δικός τους λόγος απαρχαιώθηκε γρήγορα εις όφελος του «εκσυγχρονιστικού» λόγου των πολιτικών και των λογίων του νεοσύστατου κράτους. Αλλά ο πολιτισμικός διχασμός που προϋπήρχε, δεν θα πάψει εφεξής να βαθαίνει και να αναπαράγεται με νέες απρόβλεπτες μορφές· εν μέρει και ως σήμερα.
Αν σας διαβάζω σωστά, ισχυρίζεστε ότι η νεοελληνική ταυτότητα φτιάχτηκε με σαθρά υλικά, από μια παρερμηνεία των Ευρωπαίων για την ουσία της αρχαιοελληνικής παρακαταθήκης (που είναι μύθος και λόγος, όπως λέτε, κι όχι σκέτο «λόγος»), σαρώνοντας ό,τι καλό είχε διασωθεί στον τόπο μας μέσα από τον λαϊκό πολιτισμό ανά τους αιώνες. Κι ο νεοέλληνας είναι έτσι αντιμέτωπος με ένα διπλό κενό: ούτε Ευρωπαίος μπορεί να είναι ούτε κάτι άλλο. Πώς λύνει κανείς αυτόν τον γόρδιο δεσμό;
Άραγε φτιάχτηκε αληθινά; Μπορεί να πλαστεί με σαθρά υλικά μια ζωντανή συλλογική ταυτότητα; Σίγουρα το πείραμα δοκιμάστηκε, αλλά απέτυχε, στον βαθμό που η επίσημη Ελλάδα του 19ου αιώνα, θεμελιωμένη στη μίμηση της Ευρώπης, αποτέλεσε μια τεχνητή κατασκευή (το παράδειγμα της νεοκλασικής Αθήνας είναι εύγλωττο). Γιατί, αν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίχτηκε εν μέρει στον αρχαιοελληνικό, το πέτυχε μόνο δημιουργώντας κάτι ριζικά καινούργιο: τον νεότερο δυτικό κόσμο. Ενώ η Ελλάδα του 19ου αιώνα δεν ήταν παρά μια (στείρα) μίμηση αυτής της (γόνιμης) μίμησης, οδηγώντας στην πνευματική καχεξία, η οποία μεταδόθηκε και στην πολιτική ζωή. Εξού το διπλό κενό που διαπίστωνε, στα 1954, ο Κώστας Αξελός: η νεότερη Ελλάδα δεν έγινε ούτε νεωτερική (=ευρωπαϊκή), ούτε γνήσια ελληνική. Αυτό βέβαια μας σημάδεψε επί δυο αιώνες, αλλά δεν ήταν, πιστεύω, δυνατό να διαρκέσει επ’ άπειρον. Γιατί η εξαιρετικά ρευστή και θολή «ταυτότητα» την οποία σκιαγραφούσε είχε και ένα πλεονέκτημα: ότι θα υποχρεωνόταν, χάρη στις ταχύτατες μεταβολές της νεοελληνικής κοινωνίας, να γίνει δυναμική, δηλαδή ικανή να αναδημιουργείται συνεχώς, όπως κάθε ιστορική ταυτότητα.
kiourtsakis dixasmosΑπό την άλλη μεριά, η παραδοσιακή, αρχαϊκή Ελλάδα διέθετε, όπως το αναγνώριζε και ο Αξελός, «απίστευτες δυνατότητες», οι οποίες δεν κατάφεραν να ενσαρκωθούν στην «επίσημη» κοινωνία της. Άραγε γιατί; Μήπως επειδή αγνοήθηκε ο λαϊκός πολιτισμός της; Μα πρώτα πρώτα τι εννοούμε μιλώντας για «λαϊκό πολιτισμό»; Ασφαλώς όχι μόνο «τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας» ή «τα μνημεία του λόγου» του, όπως τα αντιλαμβανόταν η παλιά ακαδημαϊκή λαογραφία (η οποία, ας ειπωθεί παρεμπιπτόντως, γεννιέται από την «εθνική» ανάγκη να αποδειχτεί η ελληνική συνέχεια, για να καταρριφθεί η θεωρία του Φαλμεράυερ). Εννοούμε τον ασυνείδητο προφορικό πολιτισμό (αν προτιμάτε, την παράδοση ή την κουλτούρα – εδώ η ονοματολογία έχει δευτερεύουσα σημασία) ενός παμπάλαιου λαού ο οποίος, όσο κι αν αναμείχτηκε με άλλους, δεν έπαψε ποτέ να μιλάει ελληνικά. Αυτός ο λαός αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να μείνει για αιώνες, στο μεγαλύτερο μέρος του, αναλφάβητος – κάτι που εξηγεί και την πενία της «λόγιας» παιδείας του και τον πλούτο της «ανώνυμης» δημιουργίας του. Κατόρθωσε έτσι να διασώσει πολύτιμα κοιτάσματα από μια πανάρχαια κληρονομιά –την οποία αγνοούσε– και προπαντός μια γλώσσα που την ανανέωσε, αναβαπτίζοντάς την στις αρχέγονες προφορικές πηγές της, ώστε να την παραδώσει ολόδροση στον Σολωμό και σε όλη την άξια επώνυμη νεοελληνική λογοτεχνία. Όπως διέσωσε κάτι από την ουσία του αρχαίου μύθου στις παραδόσεις του, στα παραμύθια του και πάνω απ’ όλα στη θρησκευτική λατρεία του, που πάντρεψε απροσδόκητα το χριστιανικό δόγμα με τον παγανισμό των άγνωστων μακρινών προγόνων του. Εδώ, πιστεύω, βρίσκεται ο σκληρός διαχρονικός πυρήνας μιας συλλογικής ταυτότητας, η οποία δεν παύει, κατά τα άλλα, να εξελίσσεται και να διαφοροποιείται. Όμως αυτός ο πυρήνας συγκαλύφθηκε στην επίσημη Ελλάδα. Μπορεί και σκόπιμα, γιατί με την προφορική κουλτούρα δεν χτίζεται σύγχρονο κράτος. Έτσι, για σχεδόν δύο αιώνες, ο γόρδιος δεσμός δεν λύθηκε ούτε μπορούσε να λυθεί. Ιδού και πάλι η τραγωδία του διχασμού.
Σήμερα, ωστόσο, τα πράγματα είναι, θαρρώ, διαφορετικά: Έχουμε πια μάθει αρκετά –τουλάχιστον χάρη σ’ αυτή την εμπειρία– ποιος είναι ο τόπος μας, ποια είναι η ιστορία του, ποια η κοινωνία του και τα δεινά τους πάθη – ώστε να γνωρίσουμε λίγο βαθύτερα τον εαυτό μας. Ίσως αυτό να προμηνάει πως κάποια μέρα θα καταφέρουμε να αλλάξουμε ως Έλληνες, αντί να πασχίζουμε μάταια να αλλάξουμε τους Έλληνες.
Λέτε ότι μια από τις εκφράσεις του εσωτερικού διχασμού εμάς των νεοελλήνων υπήρξε το γλωσσικό ζήτημα. Στο βαθμό που ο διχασμός συνεχίζει να υπάρχει, πώς αντανακλάται σήμερα αυτός στη γλώσσα που μιλάμε και γράφουμε; Ή μήπως το γλωσσικό πρόβλημα είναι ένα πρόβλημα που το έχουμε πλέον ξεπεράσει, άρα και τον διχασμό που έφερε μαζί του;
Εδώ μου χρειάζεται μια ακόμα διευκρίνιση: η γλώσσα την οποία μιλάει μια κοινότητα ζωντανών ομιλητών έχει για εκείνην μια υπαρξιακή σημασία, που δεν μπορεί να συρρικνωθεί σε οποιοδήποτε «γλωσσικό ζήτημα», δηλαδή, για να έρθω στα καθ’ ημάς, στη διαμάχη καθαρεύουσας και δημοτικής. Σίγουρα αυτή η διαμάχη είχε ανθεκτικές ιστορικές ρίζες· σίγουρα φανέρωσε ένα πελώριο πολιτισμικό πρόβλημα (διαφορετικά οι Έλληνες δεν θα σκοτώνονταν, στις αρχές του 20ου αιώνα, για τη γλώσσα). Όμως, την ίδια στιγμή, συγκάλυπτε την ουσία του, πολεμώντας για τους τύπους. Και η ουσία βρισκόταν πολύ βαθύτερα: στη βαθμιαία αποξένωση του λαού από τη φυσική του γλώσσα, εις όφελος μιας δήθεν εκλεπτυσμένης, ρηχής και πομπώδους ρητορείας, η οποία, δίχως καλά καλά αυτός να το καταλάβει, τον έκανε ξένο από τον ίδιο του τον εαυτό. Κι ένας τέτοιος εσωτερικός διχασμός δεν είναι απλώς γλωσσικός· αγγίζει τα τρίσβαθα του συλλογικού ψυχισμού. Δίνω κάμποσα παραδείγματα αυτού του δράματος στο βιβλίο.
Η γλώσσα την οποία μιλάει μια κοινότητα ζωντανών ομιλητών έχει για εκείνην μια υπαρξιακή σημασία, που δεν μπορεί να συρρικνωθεί σε οποιοδήποτε «γλωσσικό ζήτημα», δηλαδή, για να έρθω στα καθ’ ημάς, στη διαμάχη καθαρεύουσας και δημοτικής.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι αυτή η παλιά διαμάχη –η οποία έχει, ευτυχώς ξεπεραστεί– μας φαίνεται σήμερα ψεύτικη και ανυπόστατη. Είναι άραγε καθαρευουσιάνος ο Παπαδιαμάντης; Ο Καβάφης; Ο Πεντζίκης; Και είναι γλώσσα ζωντανή η σκληρή ψυχαρική δημοτική ή το ξύλινο λαϊκίστικο ιδίωμα μιας ορισμένης Αριστεράς (αυτό που είχε ίσως στον νου του ο Σεφέρης όταν μιλούσε για «αριστερή καθαρεύουσα»);
Οπωσδήποτε, όσο κι αν η ζωντανή μας γλώσσα δικαιώθηκε, αυτή η περιπέτεια έχει αφήσει βαθιά τραύματα στη γλωσσική μας συμπεριφορά, η οποία δεν παύει να ευτελίζεται στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στη διαφήμιση και, αναπόφευκτα, στην καθημερινή κουβέντα μας. Αλλά παρηγοριέμαι όταν σκέφτομαι το εκπληκτικό ποιοτικό άλμα που έχει πραγματοποιήσει, στο χρονικό διάστημα ενός αιώνα, η ελληνική γλώσσα όχι μόνο στη λογοτεχνία αλλά και στον φιλοσοφικό, τον επιστημονικό, τον δικανικό και τον προσεγμένο δημοσιογραφικό λόγο.
Εδώ αναλογίζομαι τον αλησμόνητο Αλέξανδρο Κοτζιά, που είπε κάποτε (δεν θυμάμαι ακριβώς τα λόγια του) ότι η γλώσσα μας δοκιμάζεται σκληρά ενώ ζει την πιο καλή της ώρα.
Ο Καραγκιόζης συνεχίζει να είναι στη σκέψη σας η πιο μεστή «μεταφορά» (ή μήπως και κυριολεξία;) για τη μοίρα του νεοέλληνα. Το τρύπιο ημίψηλο, το φράκο-κουρελού, η ψευτοκαθαρεύουσα και πολλά άλλα στοιχεία. Για να χρησιμοποιήσω το «σχήμα» του σαββοπουλικού τραγουδιού, στο οποίο κι εσείς αναφέρεστε, το τι μας «τρώει» μέσα από όλην αυτήν παράδοξη και ρευστή ταυτότητα, ως συλλογικό σώμα, μπορεί κανείς να το καταλάβει ευκολότερα. Τι είναι όμως αυτό που μας «σώζει»;
kiourtsakis astopaidoΟ ελληνικός Καραγκιόζης, που ξαναζωντανεύει και ανανεώνει, στα τέλη του 19ου αιώνα, τον προφορικό πολιτισμό της υπαίθρου στα αστικά κέντρα, στάθηκε στην ακμή του ένα γνήσιο λαϊκό θέατρο: ένα θέατρο του λαού, από τον λαό, για τον λαό, για να παραφράσω τη ρήση του Λίνκολν για τη δημοκρατία. Σίγουρα είναι έργο μιας άλλης εποχής, αν και κρατάει τη ζωντάνια του, κι όχι μόνο για τα παιδιά. Αλλά το πιο αξιοθαύμαστο είναι ότι, ενώ δημιουργήθηκε μέσα σε ένα ιστορικοκοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον ριζικά διαφορετικό από το δικό μας, μπορεί να μας μιλάει πάντα και για τη σημερινή Ελλάδα. Αυτή είναι η δύναμη της ομαδικής δημιουργίας. Οι τραγελαφικές του μεταμφιέσεις και η γελοία του καθαρεύουσα, τα παράλογα καλαμπούρια του, ακόμα και μια μικρή του φράση αποκαλύπτουν κάποτε εκτυφλωτικά τις αντιφάσεις της συλλογικής ζωής μας. Δεν κουράζομαι να μνημονεύω το πολυσήμαντο σύμβολο που είναι η παράγκα του: αυτό το ετοιμόρροπο κτίσμα που δεν αποτυπώνει μόνο, έτσι που στέκει απέναντι στο σεράι του πασά, το χάσμα ανάμεσα στον Οθωμανό και τον ραγιά, την εξουσία και τον υπήκοο, τον πλούτο και τη φτώχεια, αλλά κάτι πολύ πιο γενικό και πιο βαθύ: τη μόνιμη ανασφάλεια του νεοελληνικού κόσμου, την αστάθεια του καθημερινού του βίου, τις εύθραυστες δομές της κοινωνίας μας, τις αλλεπάλληλες καταρρεύσεις της, τη ματαίωση των προσπαθειών της… Παραδόξως, όμως, και κάτι ανέλπιστα θετικό: την αντοχή σε κάθε καταστροφή, όπως το βλέπουμε στο έργο Το καταραμένο φίδι –το φίδι που σηκώνει στον αέρα την παράγκα και όλη τη φαμίλια του Καραγκιόζη για να τις αφανίσει· κι όμως εκείνη αντιστέκεται– αναγκάζεται να αντισταθεί – χτυπώντας το θηρίο με το… καταβρεχτήρι και υποχρεώνοντάς το να ξαναφύγει άπρακτο. Θα έλεγα λοιπόν ότι εκείνο που «μας σώζει» βρίσκεται ακριβώς μέσα σ’ εκείνο που «μας τρώει»… Πίσω από την εξωφρενική κωμωδία του Καραγκιόζη, κρύβεται μια τραγωδία, η κάθαρση της οποίας έρχεται με το γέλιο. Οι θεατές ξέρουν ότι ο Καραγκιόζης που αποτυγχάνει σε όλα, θα ξυπνήσει πάλι αύριο κεφάτος και ακμαίος και ότι δεν πρόκειται να πεθάνει.
Πού εντοπίζετε σήμερα, εδώ, στην Αθήνα, εκφάνσεις αυτής της αρχαϊκής Ελλάδας, μιας «συλλογικής ψυχής» (δική μου η έκφραση) που επιβιώνει σε πείσμα της τεχνοεπιστήμης και του επελαύνοντος ατομικισμού;
Μου χρειάστηκαν δεκαετίες για να συμφιλιωθώ με την Αθήνα όπου έζησα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, μα που μου αποκαλύφθηκε βαθιά μελαγχολική στην εφηβεία. Έξαφνα έγινε στα μάτια μου μια πόλη τυραννισμένη και μουντή – χωρίς άλλο λόγω του τραύματος του Εμφυλίου, κι ας μην το είχα προσωπικά βιώσει μήτε καταλάβει. Γύρεψα να βγω από αυτή τη στενάχωρη επαρχία, φεύγοντας στα δεκαοχτώ μου χρόνια να σπουδάσω στο Παρίσι, όπου βάλθηκα φυσικά να τη νοσταλγώ. Γυρίζοντας, ανακάλυψα τη γοητεία που ασκούσαν οι λαϊκές της γειτονιές. Όμως το νεοκλασικό της κέντρο μου φαινόταν ένα θεατρικό σκηνικό, τελείως ξένο στην Ελλάδα που αγαπούσα, και οι πομπώδες νεοβυζαντινοί ναοί της μια ανίερη προδοσία των έξοχων, μικρών εκκλησιών που είχαν διασωθεί από το μεσαιωνικό της παρελθόν – μια προδοσία που έριχνε τη βαριά σκιά της στην ψυχή μου. Γλίτωνα δραπετεύοντας στην ανεκλάλητη ωραιότητα του αττικού και αιγαιοπελαγίτικου φωτός. Μίσησα ακόμα περισσότερο τη μικροαστική χουντοκρατούμενη Αθήνα που είχε γίνει –κυριολεκτικά και μεταφορικά– μια φυλακή. Κι όμως, από τη Μεταπολίτευση και πέρα, άρχισα να βλέπω την κρυφή ομορφιά αυτής της α-σχημης πόλης που, όντας πια ελεύθερη, είχε γίνει ο οικείος χώρος της ζωής μας: τώρα η Αθήνα ήμασταν εμείς. Έτσι, ρίζωσα λίγο λίγο εδώ. Πιθανώς χάρη και στη λογοτεχνική δουλειά μου, που με παρακίνησε να κάνω πολλαπλές καταδύσεις στο παρελθόν της – προσωπικό και συλλογικό.
Κι όμως, από τη Μεταπολίτευση και πέρα, άρχισα να βλέπω την κρυφή ομορφιά αυτής της α-σχημης πόλης που, όντας πια ελεύθερη, είχε γίνει ο οικείος χώρος της ζωής μας: τώρα η Αθήνα ήμασταν εμείς.
Το πιο παράδοξο: εγώ που για χρόνια σιχαινόμουν τη ρηχότητα μιας πόλης που παραδινόταν όλο και πιο απερίσκεπτα στον στενόκαρδο ατομικισμό και στην καταναλωτική χίμαιρα, διαπίστωσα στα χρόνια της πρόσφατης κρίσης την αναπάντεχη αντοχή της στη δοκιμασία, που μου θύμισε τόσες και τόσες παλαιότερες καταστροφές της νεοελληνικής Ιστορίας. Τότε βάλθηκα να παρατηρώ με μεγαλύτερη συμπάθεια τα παιδιά με τα τρύπια παντελόνια, τα τατουάζ στα χέρια και στα πόδια και το κινητό στο αυτί που κάθονται ανέμελα στις καφετέριες. Συλλογίστηκα πως αυτά τα παιδιά άντεξαν επίσης τη χρεοκοπία, είτε μένοντας άνεργα είτε μεταναστεύοντας στα ξένα· πως, όσο λίγο κι αν μαθαίνουν τη ζωή σερφάροντας στις οθόνες, ξέρουν σίγουρα περισσότερα πράγματα από εκείνα της γενιάς μου, ίσως πιο χρήσιμα μέσα στις δύσκολες σημερινές συνθήκες. Προπάντων, όμως, διέκρινα στα μάτια τους, στις χειρονομίες τους, στα λόγια τους που άρπαζα στον αέρα, κάτι από τη ζεστασιά της παλιάς γειτονιάς, τη συντροφικότητα της αλλοτινής παρέας, το κέφι και την ανοιχτοσύνη της ελληνικής καθημερινότητας. Πράγματα που δεν ξαναβρίσκω πια στο Παρίσι όπου έζησα παλιότερα. Και σκέφτομαι ότι ίσως αυτό ακριβώς το «αρχαϊκό» στοιχείο κρατάει ζωντανή τη ρηχά μοντέρνα μας πρωτεύουσα, μέσα σε μια παγκόσμια πια νεωτερικότητα που, θα το ξαναπώ, ζει την πιο βαθιά ανθρωπολογική της κρίση από τότε που αναδύθηκε στην Ιστορία.
kiourtsakis 3
Ο Γιάννης Κιουρτσάκης γεννήθηκε το 1941 στην Αθήνα και σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Ύστερα από μια σειρά μελέτες για τον Σεφέρη, τον Καραγκιόζη, την προφορική παράδοση και τον λαϊκό πολιτισμό, δούλεψε, μεταξύ 1995-2007, μια μυθιστορηματική και δοκιμιακή τριλογία με γενικό τίτλο “Το ίδιο και το άλλο” και με πειραματόζωο τον εαυτό του. Το 1986 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου και το 1996 με το Βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού “Διαβάζω”.
Ας επιστρέψουμε στη γλώσσα που σας απασχολεί επίμονα. Για εσάς ένας οργανικός δεσμός συνδέει τα αρχαία με τα νέα ελληνικά. Μήπως εδώ γλιστράει από την πίσω πόρτα το ιδεολόγημα της «αδιάσπαστης συνέχειας» του ελληνισμού;
Η άποψη ότι τα αρχαία ελληνικά είναι νεκρή γλώσσα μου φαίνεται εξίσου «ιδεολογική» μ’ εκείνην που δέχεται την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού κόσμου από την Αρχαιότητα ως σήμερα. Ετούτη η τελευταία αγνοεί τα τεκτονικά ρήγματα που σημάδεψαν δραματικά την ιστορική πορεία του: ρήγματα θρησκευτικά – πολιτισμικά (από τον ελληνικό πολυθεϊσμό στον ορθόδοξο χριστιανισμό) και πολιτειακά (πόλις-κράτος, πολυεθνικές αυτοκρατορίες, κοινοτισμός, νεοελληνικό εθνικό κράτος). Όμως μια γλώσσα η οποία δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται από μια κοινότητα ζωντανών ομιλητών δεν μπορεί να θεωρηθεί νεκρή. Σίγουρα η συνέχεια της γλώσσας μας δεν βρίσκεται ούτε στη σύνταξη ούτε στη γραμματική, ούτε στην προφορά της (αλλιώς θα μιλούσαμε όλοι και προπαντός θα καταλαβαίναμε με το πρώτο τα αρχαία). Φωλιάζει ωστόσο βαθιά μέσα στις λέξεις που ανταλλάσσουμε καθημερινά, οι οποίες αποτελούν την πεμπτουσία μιας γλώσσας. Αν ανοίξετε ένα αρχαιοελληνικό λεξικό, θα αντιληφθείτε αμέσως ότι η τεράστια πλειονότητα των λημμάτων του αντιστοιχεί σε σημερινές μας λέξεις – είτε αυτές έχουν κρατήσει την αρχαία σημασία είτε έχουν αποκτήσει μια ή περισσότερες καινούργιες (που όμως έχουν διασώσει κάτι από την παλιά). Όταν ο γέροντας χωρικός λέει απάντησα τον Κώστα, εννοώντας ότι τον συνάντησε, διαιωνίζει το πανάρχαιο νόημα του ρήματος απαντώ ή του ουσιαστικού απάντησις, που σημαίνουν αντίστοιχα συναντώ και συνάντηση. Κι αυτό δεν είναι απλώς ένα θαυμαστό δείγμα επιβίωσης (όπως λ.χ. όταν ο ίδιος χωρικός λέει τη λέξη αίγα, ή ο νεαρός Κύπριος τη λέξη άλας)· έχει μιαν οντολογική αξία που αποκαλύπτει μιαν αντίληψη για την κοινή ζωή: πως όταν συνομιλούμε με τον άλλον, τον συναντούμε. Όταν διαβάζω στο ανώφλι μιας ταβέρνας την επιγραφή Η καλή ζωή, αισθάνομαι ότι εδώ έχουν σμίξει σε ένα εύγλωττο σύμπλεγμα οι αρχαίες σημασίες των επιθέτων καλός (=ωραίος) και αγαθός (νεοελληνιστί καλός). Όταν ο σημερινός Έλληνας ακούει να μιλούν για πολιτική ή για πολιτισμό, στ’ αυτιά του αντηχεί – ή θα έπρεπε να αντηχεί– η έννοια της πόλεως και της πολιτείας. Όπως στη λέξη οικονομία, ακούμε τον νόμο του οίκου ή στη λέξη οικολογία (που αποτελεί αντιδάνειο από την αγγλική ecology ή τη γαλλική écologie) τον λόγο για τον οίκο. Όλα αυτά δεν τα ακούει στις αντίστοιχες ξένες λέξεις ο μέσος Ευρωπαίος. Ανάλογα συμβαίνουν με τις ξενικές αρχικά λέξεις ουτοπία και νοσταλγία, όπου εμείς ακούμε το αρνητικό μόριο ου να συντίθεται με τον τόπο και το άλγος με τον νόστο. Σκεφθείτε ακόμα τη λέξη μυθιστόρημα την οποία επινόησε ο Κοραής για να μεταφέρει στα ελληνικά τη γαλλική roman ή την αγγλική novel – μια καινοτομία που αποδίδει εύστοχα την ουσία του πράγματος (τι άλλο είναι η μυθιστορηματική τέχνη αν όχι μια σωστή σύνθεση μύθου και ιστορίας;). Το σίγουρο είναι ότι οι ρίζες τέτοιων λέξεων αποδεικνύονται αειθαλείς σε κάθε γλώσσα. Κι ένα τελευταίο παράδειγμα – ατόφια νεοελληνικό: στη λέξη φιλοδώρημα ακούμε συγχρόνως τις λέξεις φίλος (ή φιλία) και δώρο· κάτι που δεν συμβαίνει με το γαλλικό pourboire (pour boire = για να πιείς) ούτε βέβαια με το αγγλοσαξονικό tip. Εδώ ανιχνεύουμε το ήθος της ελληνικής γλώσσας.
Αν μια κάποια λύση θα ήταν να ακούσουμε πιο καθαρά μέσα μας τη φωνή αυτής της αρχαϊκής Ελλάδας, που «αντιστέκεται και επιμένει», γιατί είστε τόσο λάβρος πολέμιος του εθνικισμού; Δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο εθνικισμός είναι, υπό αυτό το πρίσμα, μια άμυνα απέναντι στην καταστροφική επέλαση της παγκοσμιοποίησης, αυτής της «παγκόσμιας επαρχίας» στην οποία αναφέρεστε;
Τα εθνικά κράτη αποτελούν σίγουρα ένα προστατευτικό ανάχωμα σε κάθε εξωτερική θύελλα. Ωστόσο αποκαλύπτονται όλο και πιο ανίσχυρα απέναντι σε μια οικονομική παγκοσμιοποίηση που ομογενοποιεί και ισοπεδώνει όλες τις πατρίδες. Και τι δικαιώνει την ύπαρξη ενός έθνους, τι άλλο είναι η ίδια η ουσία του αν όχι το ζωντανό αίσθημα πατρίδας που γεννάει στην ψυχή των ανθρώπων της η διαφορά της, η ετερότητα της, μέσα σ’ έναν ποικιλόμορφο και πολυφωνικό κόσμο; Πώς να μείνουν γόνιμα και δημιουργικά τα έθνη μέσα σ’ αυτή την ισοπέδωση που οδηγεί σε μιαν αλλόκοτη, κυριολεκτικά πρωτόγνωρη, παγκόσμια επαρχία δίχως κέντρο; Ποια πρωτεύουσα μπορεί να εμπνεύσει σήμερα –ιδεολογικά, πολιτικά ή πνευματικά– τους λαούς, ιδιαίτερα τους «μικρούς»;
kiourtsakis exoriaΑυτό είναι το παράδοξο της παγκοσμιοποίησης: ότι ρημάζει ταυτόχρονα και τις μικρές πατρίδες και την ιδέα μιας ανθρώπινης οικουμένης. Αλλά είναι αληθινά παράδοξο; «Το οικουμενικό είναι το τοπικό, χωρίς τα τείχη», γράφει διεισδυτικά ο Πορτογάλος συγγραφέας Miguel Torga. Γιατί η οικουμενικότητα δεν είναι μια αφηρημένη εννοιολογική κατασκευή· είναι μια ζωογόνος ιδέα που, από τα πιο αρχαία χρόνια, αναβρύζει συγχρόνως σε διαφορετικές πατρίδες. Κανένας σημαντικός πολιτισμός δεν μπορεί να γίνει οικουμενικός αν δεν είναι πρώτα τοπικός.
Αυτά, πιστεύω, εξηγούν –τουλάχιστον εν μέρει– τη σημερινή αναβίωση των επιθετικών εθνικισμών, οι οποίοι γέννησαν στο παρελθόν τόση μισαλλοδοξία και τόσους φονικούς πολέμους. Όλο και περισσότερα έθνη –πολιτικές ηγεσίες και λαοί– αναδιπλώνονται στον εαυτό τους και φαντασιώνονται μια δήθεν «καθαρή», αμόλυντη συλλογική ταυτότητα –εθνική, θρησκευτική ή φυλετική–, που δεν υπήρξε ποτέ στην Ιστορία: μπορούμε άραγε να διανοηθούμε μια γλώσσα, μια παράδοση, μια κουλτούρα, κοντολογίς μια πατρίδα, που να μην έχει προέλθει από την επιμειξία περισσότερων λαών;
Να γιατί το πιο επιτακτικό ζητούμενο στους καιρούς μας είναι να λυτρωθούμε από τους φανατικούς εθνικισμούς που, για μιαν ακόμα φορά, εγκυμονούν πολέμους (δείτε όσα συμβαίνουν στον κόσμο μας και στη γειτονιά μας). Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη βαθύτερη κατανόηση και τον σεβασμό του άλλου, που προϋποθέτουν τη διαρκή επικοινωνία και τον ειλικρινή διάλογο. Εκείνο που χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ μέσα στο παγκόσμιο χάος είναι ένας πιο βιώσιμος κόσμος (ας μην ξεχνούμε το πρωταρχικό νόημα αυτής της λέξης, που σήμαινε τάξη, τάξη αρμονική) ικανός να καλλιεργεί τη συνεργασία και την αλληλεγγύη των λαών. Μια νέα οικουμένη. Ουτοπία; Ασφαλώς. Αλλά είναι ο μόνος μπούσουλας για να πορευτούμε, να ζήσουμε και να πεθάνουμε σαν άνθρωποι.
Μια ερώτηση εμπνευσμένη από την επικαιρότητα. Όλο σας το έργο μπορεί να ιδωθεί και σαν μια απόπειρα συμφιλίωσης με τον «άλλο», καταρχάς μέσα μας, αλλά και γενικότερα. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτός ο «άλλος», όταν παίρνει το μαχαίρι και σφάζει γυναίκες μέσα σε εκκλησίες, για να αναφερθώ στα πρόσφατα γεγονότα της δεύτερης πατρίδας σας, της Γαλλίας. Μήπως το κοσμικό κράτος, που πολλοί ευαγγελίζονται και για τη χώρα μας, έχει φτάσει στη Γαλλία στα όριά του; Μήπως το κοσμικό κράτος, δηλαδή, τελικά φτάνει να αποκλείει τον «άλλον», εξωθώντας τον σε απονενοημένα διαβήματα βαρβαρότητας;
kiourtsakis zitoumenoΤο πρόβλημα δεν έγκειται, νομίζω, στο κοσμικό κράτος – αυτό έχει βαθιές ρίζες στη γαλλική Ιστορία από την Επανάσταση του 1789, η οποία δίχασε τον λαό ανάμεσα σε πιστούς καθολικούς και «ρεπουμπλικανούς» –άθεους ή μη– που πέτυχαν τελικά στις αρχές του 20ου αιώνα να εγκαθιδρύσουν το λεγόμενο λαϊκό κράτος (État laϊc). Αυτός ο διχασμός έχει πια ξεπεραστεί. Αλλά η σημερινή τραγωδία ξεκινάει από τον ευνόητο αποτροπιασμό που προκαλεί η ανείπωτη βαρβαρότητα των ισλαμιστών τρομοκρατών οι οποίοι σφάζουν στα τυφλά όποιον θεωρούν «άπιστο», θυσιάζοντας την ίδια τους τη ζωή. Έτσι σκάβεται ένα αβυσσαλέο ανθρωπολογικό χάσμα που μοιάζει αγεφύρωτο. Και πώς να μη δούμε ότι το αίσθημα φρίκης που το συμμερίζεται η πλειονότητα των Γάλλων έχει επίσης βαθιές ρίζες στον διάχυτο ρατσισμό που σοβεί από παλιά στη γαλλική κοινωνία – τον έχω δοκιμάσει στο πετσί μου. Ρίζες που πάνε πολύ πέρα από τη δυσανεξία την οποία προκαλεί η μαζική μετανάστευση μουσουλμάνων: στο δράμα της αποικιοκρατίας. Αυτό επιδεινώνει τρομερά το πρόβλημα. Λίγο λίγο, ο κοσμικός χαρακτήρας του γαλλικού κράτους ερμηνεύεται όλο και πιο στενά, όπως το δείχνουν οι διαδοχικές απαγορεύσεις της μαντήλας και άλλων μουσουλμανικών θρησκευτικών συμβόλων που, είτε το θέλουν είτε όχι οι κυβερνώντες, απαξιώνουν και ταπεινώνουν τον μουσουλμανικό πληθυσμό. Σίγουρα πολλοί αρνούνται να μιλήσουν για «ισλαμοφοβία», με το επιχείρημα ότι η «φοβία» αφορά μια μικρή μειονότητα φανατικών φονιάδων και όχι τη μουσουλμανική θρησκεία. Αυτό εν μέρει αληθεύει. Αλλά ας μη φοβόμαστε τις λέξεις: όταν μια έρευνα που έγινε στη Γαλλία μας πληροφορεί ότι ένας στους τέσσερεις Γάλλους μουσουλμάνους βάζει τη θρησκεία του πάνω από τον γαλλικό νόμο, η κατάσταση γίνεται απελπιστική: από τη μια το ανεπούλωτο τραύμα που δεν βρίσκει γιατρειά, από την άλλη ο φόβος και η αποστροφή. Κι όσο ο ισλαμιστικός λόγος θα βρίσκει περισσότερα ευήκοα ώτα ανάμεσα στους «φιλήσυχους» μουσουλμάνους, τόσο η μισαλλοδοξία των «γηγενών» Γάλλων θα φουντώνει. Αυτός ο φαύλος κύκλος πρέπει να σπάσει. Αλλά τα πράγματα δεν το επιτρέπουν – τουλάχιστον για την ώρα.
Λίγο λίγο, ο κοσμικός χαρακτήρας του γαλλικού κράτους ερμηνεύεται όλο και πιο στενά, όπως το δείχνουν οι διαδοχικές απαγορεύσεις της μαντήλας και άλλων μουσουλμανικών θρησκευτικών συμβόλων…
Είναι εύγλωττο ότι ο Πρόεδρος Μακρόν, ο οποίος προτού εκλεγεί είχε χαρακτηρίσει την αποικιοκρατία ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας (επισύροντας τη γενική σχεδόν κατακραυγή), επιτρέπει σήμερα την προβολή γιγάντιων γελοιογραφιών του Μωάμεθ στα δημόσια κτίρια της χώρας του. Αυτό δεν προσβάλλει τάχα βάναυσα το θρησκευτικό αίσθημα των μουσουλμάνων; Πολύ φοβάμαι ότι στο όνομα ενός αφηρημένου «ουνιβερσαλισμού» και της ελευθερίας της έκφρασης –η οποία δεν απειλείται διόλου στη Γαλλία, αν όχι από την έλλειψη ανεκτικότητας στην αντίθετη γνώμη–, το χάσμα όσο πάει θα βαθαίνει. Ξαναγυρίζουμε στο γενικότερο πρόβλημα του κόσμου μας, που είναι η αδυναμία αληθινού διαλόγου. Πόσο δίκαιοι είμαστε όταν κατακεραυνώνουμε –εντελώς δικαιολογημένα– την ωμή βαρβαρότητα των άλλων, χωρίς να κάνουμε μια προσπάθεια να νιώσουμε τη δική μας «ήπια» βαρβαρότητα;